Διάλογος με εκκλησίες, θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες καθώς και με φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις
Στη σημερινή Ευρώπη της πολυμορφίας, πολλές διαφορετικές εκκλησίες, θρησκείες και φιλοσοφικές οργανώσεις συμβάλλουν σημαντικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δεσμευτεί να συμμετέχουν σε ανοιχτό διάλογο με τις θρησκευτικές και μη ομολογιακές αυτές οργανώσεις, το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνεργάζεται ενεργά με αυτές για τη διαμόρφωση των πολιτικών της ΕΕ.
Πλαίσιο
Το άρθρο 17 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), που εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, παρέχει για πρώτη φορά τη νομική βάση για έναν ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αφενός, και εκκλησίες, θρησκευτικές οργανώσεις, και φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις, αφετέρου. Αναφέρει δε τα εξής:
- «Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη.
- Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις.
- Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους».
Ενώ οι δυο πρώτες παράγραφοι του εν λόγω άρθρου προβλέπουν την προάσπιση, στα εθνικά δίκαια, του ειδικού καθεστώτος των εκκλησιών και των θρησκευτικών οργανώσεων ή κοινοτήτων, καθώς και των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανώσεων που διαθέτουν ισότιμο καθεστώς, η παράγραφος 3 υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να διατηρούν ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έθεσε σε εφαρμογή τις διατάξεις της Συνθήκης μέσω του διορισμού από την Πρόεδρό του Αντιπροέδρου αρμόδιου για τη διεξαγωγή του διαλόγου. Η νυν αντιπρόεδρος που είναι αρμόδια για τον διάλογο βάσει του άρθρου 17 είναι η κ. Antonella Sberna.
Μήνυμα της Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Antonella Sberna
Ο διάλογος μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκκλησιών, θρησκευτικών ενώσεων, φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανώσεων δυνάμει του άρθρου 17 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) επιτελεί εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, ιδίως σήμερα, σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες εντάσεις, αυξανόμενη πολυπλοκότητα και συνεχείς αλλαγές.
Ως εκ τούτου, είναι για μένα μεγάλη τιμή το γεγονός ότι η Πρόεδρος Roberta Metsola μού ανέθεσε την αρμοδιόητα αυτή υπό την ιδιότητά μου ως Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο διάλογος που διεξάγεται βάσει του άρθρου 17 της ΣΛΕΕ χρησιμεύει ως θεμελιώδης πλατφόρμα για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της εποχής μας. Προσφέρει έναν χώρο συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων μεταξύ διαφόρων θεωρήσεων και πεποιθήσεων, βοηθώντας μας να οικοδομήσουμε μια κοινή αντίληψη σχετικά με κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον της Ευρώπης.
Για να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά σε αυτές τις προκλήσεις, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο να ακούμε και να κατανοούμε ο ένας τις ανάγκες του άλλου. Αυτή η προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς είναι ζωτικής σημασίας, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς ένας οικονομικός θεσμός· είναι ένα εγχείρημα που διαμορφώνει και επηρεάζει ριζικά τις ζωές των πολιτών της, σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στηρίζει την επιδίωξη του κοινού καλού.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκκλησίες, οι θρησκευτικές ομάδες, καθώς και οι μη ομολογιακές και φιλοσοφικές οργανώσεις, με τις διαφορετικές θεωρήσεις τους, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής πολλών Ευρωπαίων. Έχουν τις ρίζες τους σε κοινότητες και στα 27 κράτη μέλη, είτε σε μεγάλες πόλεις είτε σε μικρές κωμοπόλεις, χωριά ή αγροτικές περιοχές.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι η προώθηση και η καλλιέργεια του διαλόγου δυνάμει του άρθρου 17 έχει μεγάλη σημασία για την προώθηση της βαθύτερης κατανόησης, της αμοιβαίας γνώσης και της ειρηνικής συνύπαρξης, οι οποίες, με τη σειρά τους, ενισχύουν τη δημοκρατία μας, καθιστώντας την πιο ανθεκτική, ώστε να τους χωράει όλους τους πολίτες και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.
Ένας ανοικτός και εποικοδομητικός διάλογος μπορεί πράγματι να εμπλουτίσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας την πιο διαφανή, συμμετοχική και επικεντρωμένη στο κοινό καλό, ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία οι πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις είναι όλο και πιο αλληλένδετες, πολύπλοκες και συχνά δύσκολο να ερμηνευθούν.