Jump to content

σανατόριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σανατόριο (sanatórion (plural σανατόρια)

  1. (health care) sanatorium

Declension

[edit]
Declension of σανατόριο
singular plural
nominative σανατόριο (sanatório) σανατόρια (sanatória)
genitive σανατορίου (sanatoríou)
σανατόριου (sanatóriou)
σανατορίων (sanatoríon)
accusative σανατόριο (sanatório) σανατόρια (sanatória)
vocative σανατόριο (sanatório) σανατόρια (sanatória)

See also

[edit]

Further reading

[edit]