undergo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | undergo |
γ΄ ενικό ενεστώτα | undergoes |
αόριστος | underwent |
παθητική μετοχή | undergone |
ενεργητική μετοχή | undergoing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]undergo (en)
- υποβάλλομαι σε, υφίσταμαι, περνάω κάτι, ειδικά μια αλλαγή ή κάτι δυσάρεστο
- ⮡ You need to undergo surgery/treatment.
- Πρέπει να υποβληθείτε σε εγχείρηση/θεραπεία.
- ⮡ We underwent a lot of sacrifice/a humiliating setback.
- Υποστήκαμε πολλές θυσίες/δεινός πλήγμα.
- ⮡ We underwent a lot of distress.
- Περάσαμε πολλές στενοχώριες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience
- ⮡ You need to undergo surgery/treatment.
Πηγές
[επεξεργασία]- undergo - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 925. ISBN 9780194325684., λήμμα: υφίσταμαι