smear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
smear | smears |
smear (en)
- η μουτζούρα, η κηλίδα, σημάδι από κάποια ουσία που απλώνεται
- ο διασυρμός, μια ιστορία που δεν είναι αληθινή για κάποιον που έχει σκοπό να βλάψει τη φήμη του, ειδικά στην πολιτική
- ⮡ They caused his smear campaign through the media.
- Προκάλεσαν τον διασυρμό (δυσφημιστική εκστρατεία) του μέσω των μέσων ενημέρωσης.
- ⮡ They caused his smear campaign through the media.
- (ιατρική) το τεστ Παπανικολάου
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | smear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smears |
αόριστος | smeared |
παθητική μετοχή | smeared |
ενεργητική μετοχή | smearing |
smear (en)
- (μεταβατικό) πασαλείφω, αλείφω μια ουσία πάνω σε μια επιφάνεια με απρόσεκτο τρόπο
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πασαλείφω, αλείφω, μουτζουρώνω, λερώνω
- (μεταβατικό) δυσφημώ, σπιλώνω τη φήμη κάποιου
- ⮡ Don’t smear the company’s reputation without evidence.
- Μην δυσφημείς τη φήμη της εταιρείας χωρίς αποδείξεις.
- ⮡ The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
- Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
- ⮡ They tried in vain to smear him.
- Προσπάθησαν μάταια να τον σπιλώσουν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander
- ⮡ Don’t smear the company’s reputation without evidence.
- (αμετάβατο) πασαλείφω, μουντζουρώνω, απλώνομαι και βάφω ή λερώνω
- ⮡ He’s got chocolate smeared all over his face.
- Πασαλείφτηκε σ' όλο το πρόσωπό με σοκολάτα.
- ⮡ The paint is still wet — don't touch it or it will smear.
- Η μπογιά είναι ακόμα υγρή — μην την αγγίξεις γιατί θα πασαλειφτεί/μουτζουρωθεί.
- ⮡ He was smeared all over trying to clean the stove.
- Μουτζουρώθηκε ολόκληρος προσπαθώντας να καθαρίσει τη σόμπα.
- ≈ συνώνυμα: smudge
- ⮡ He’s got chocolate smeared all over his face.