side effect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
side effect | side effects |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]side effect (en)
- η παρενέργεια, μια επιπλέον και συνήθως κακή επίδραση που έχει ένα φάρμακο σε μένα
- ⮡ The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
- Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.
- ⮡ The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
- η παρενέργεια, ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα μιας κατάστασης που συμβαίνει επιπλέον του αποτελέσματος που στόχευα
- ⮡ The government’s economic measures caused serious side effects in the market.
- Τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης προκάλεσαν σοβαρές παρενέργειες στην αγορά.
- ⮡ The government’s economic measures caused serious side effects in the market.
- (επιστήμη υπολογιστών) η παρενέργεια, παράπλευρο αποτέλεσμα
- δείτε επίσης: side effect (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια