pastiche
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pastiche < (άμεσο δάνειο) γαλλική pastiche (από το 1878) < ιταλική pasticcio < αρχαία ελληνική παστός → δείτε την Ετυμολογία στο παστίτσιο και παστίς
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pastiche (en)
- παρωδία
- μουσικό ποτ πουρί
- ετερογενές μείγμα, συνονθύλευμα
- μεταμοντέρνα τεχνική συγγραφής που συνδυάζει πολλές παλαιότερες φόρμες σε μια καινούρια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pastiche < (άμεσο δάνειο) ιταλική pasticcio < αρχαία ελληνική παστός (→ δείτε τις λέξεις παστίς και παστίτσιο)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: παστίς
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pastiche (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- pastiche - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- pastiche - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ζητούμενα λήμματα (γαλλικά)