palace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
palace | palaces |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palace (en)
- το παλάτι, το ανάκτορο, το οίκημα όπου διαμένει ένας βασιλιάς, ένας ηγεμόνας
- ⮡ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
- ⮡ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- το παλάτι, το ανάκτορο, ένα πολύ πολυτελές σπίτι
- ⮡ This is not a house, this is a palace.
- Αυτό δεν είναι σπίτι, είναι ανάκτορο.
- ⮡ This is not a house, this is a palace.