miscarriage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
miscarriage | miscarriages |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]miscarriage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αποβολή, ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
- ⮡ She had a miscarriage.
- Έκανε αποβολή.
- ⮡ She had a miscarriage.