miscarriage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
miscarriage miscarriages

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
miscarriage < mis- + carriage

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miscarriage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αποβολή, ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
    ⮡  She had a miscarriage.
    Έκανε αποβολή.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]