introduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
introduction introductions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

introduction (en)

  1. η εισαγωγή
  2. (μετρήσιμο) η σύσταση, η παρουσίαση, όταν συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο
    ⮡  I had to do introductions with everyone present.
    Χρειάστηκε να κάνω τις συστάσεις όλων των παρόντων.
    ⮡  During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
    Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
introduction < λατινική introductio

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
introduction introductions

introduction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]