crop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crop | crops |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crop (en)
- (μετρήσιμο) η σοδειά, οι καλλιέργειες, τα σπαρτά, τα φυτά που καλλιεργούνται σε μεγάλες ποσότητες, ειδικά για τροφή
- ⮡ the wheat/potato/apple crop - η σοδειά του σταριού/της πατάτας/των μήλων
- ⮡ The floods destroyed the crops.
- Οι πλημμύρες κατέστρεψαν τις καλλιέργειες.
- ⮡ The rain will be good for the crops.
- Η βροχή θα κάνει καλό στα σπαρτά.
- (μετρήσιμο) η σοδειά, η ποσότητα σιτηρών, καρπών κτλ. που καλλιεργείται σε μια εποχή
Πηγές
[επεξεργασία]- crop - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 804, 808. ISBN 9780194325684., λήμμα: σοδειά, σπαρτά