conviction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conviction convictions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conviction (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η καταδίκη
    ⮡  The conviction of the accused surprised us.
    Η καταδίκη του κατηγορουμένου μας εξέπληξε.
    ⮡  There were five acquittals and two convictions.
    Υπήρξαν πέντε αθωώσεις και δυο καταδίκες.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πεποίθηση, η πίστη, μια ισχυρή γνώμη ή πεποίθηση
    ⮡  my political convictions - οι πολιτικές μου πεποιθήσεις
    ⮡  It’s my conviction that…
    Είναι πεποίθησή μου ότι…
    ⮡  His conviction in the accuracy of his views was shaken.
    Κλονίστηκε η πίστη στην ορθότητα των απόψεών του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη belief
  3. (μη μετρήσιμο) η πειστικότητα, η πίστη, η ιδιότητα του να δείξω ότι πιστεύω πολύ σε αυτό που λέω
    ⮡  She spoke with real conviction.
    Μίλησε πραγματικά με πειστικότητα.
    ⮡  His promises lacked conviction.
    Οι υποσχέσεις του δεν είχαν πειστικότητα.
    ⮡  He fights with conviction for his ideas.
    Αγωνίζεται με πίστη για τις ιδέες του.
    ⮡  He is distinguished by his deep conviction to duty.
    Τον διακρίνει βαθιά πίστη στο καθήκον.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conviction (fr) θηλυκό (πληθυντικός convictions)