allocation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allocation (en)
- κατανομή, ανάθεση
- επιμερισμός
- (πληροφορική) δέσμευση (π.χ. memory allocation)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allocation (fr) θηλυκό