abandonnique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abandonnique abandonniques

abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abandonnique abandonniques

abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη abandon