abandonnique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abandonnique | abandonniques |
abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abandonnique | abandonniques |
abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη abandon