φιδοβότανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιδοβότανο ουδέτερο
- το φυτό φιδόχορτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιδοβότανο
|
φιδοβότανο ουδέτερο
|