φασματογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασματογράφος < spectrographe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασματογράφος αρσενικό
- μηχανή που χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]- φασματοσκόπιο απορρόφησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασματογράφος