υπηκοότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπηκοότητα < καθαρεύουσα ὑπηκοότης < ὑπήκοος + -ότης/-ότητα < αρχαία ελληνική ὑπήκοος < ὑπακούω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπηκοότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του πολίτη ενός κράτους και τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπηκοότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)