υπεριώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπεριώδης < υπερ- + ιώδης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ultraviolet (ή γαλλικά)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρι‐ώ‐δης
Επίθετο
[επεξεργασία]υπεριώδης, -ης, -ες
- (φυσική) για ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με μήκος κύματος πέρα από το ιώδες
- υπεριώδεις ακτίνες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπεριώδης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπεριώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)