σύζευγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύζευγμα < συζευγνύω + -μα < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conjugate)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύζευγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συζευγνύω
- (οργανική χημεία) σύνθετο μόριο που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών μορίων με σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους, όπως η στοχευμένη δράση ή η αυξημένη αποτελεσματικότητα
- ⮡ σύζευγμα αντισώματος, φαρμάκου
- ※ Χημική τροποποίηση του μορίου της αρτεμισινίνης και σύνθεση διμερών συζευγμάτων της με άλλα βιοδραστικά μόρια
- Τσουακλά, Παναγιώτα. Τίτλος μεταπτυχιασκής εργασίας. Πανεπιστήμιο Πατρών, 2013. (nemertes.lis.upatras.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)