σωμάτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωμάτιο | τα | σωμάτια |
γενική | του | σωματίου & σωμάτιου |
των | σωματίων |
αιτιατική | το | σωμάτιο | τα | σωμάτια |
κλητική | σωμάτιο | σωμάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωμάτιο < αρχαία ελληνική σωμάτιον,[1] [2] υποκοριστικό του σῶμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /soˈma.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐μά‐τι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σωμάτιο ουδέτερο
- (φυσική) άλλη μορφή του σωματίδιο
- (ειδικότερα, βιολογία) μικροσκοπικό ανατομικό σωματίδιο που εκτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες στον οργανισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωμάτιο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 σωμάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 σωμάτιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)