συμπύκνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπύκνωμα < συμπυκνώ(νω) + -μα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /simˈbi.kno.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπύ‐κνω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπύκνωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της συμπύκνωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπύκνωμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συμπύκνωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας