πτώση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτώση οι πτώσεις
      γενική της πτώσης* των πτώσεων
    αιτιατική την πτώση τις πτώσεις
     κλητική πτώση πτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτώ‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτώση θηλυκό

  1. η κίνηση προς τα κάτω λόγω βαρύτητας, η ενέργεια του πέφτω
  2. το αποτέλεσμα της πτώσης
  3. η μείωση της αριθμητικής τιμής
    ⮡  η πτώση της θερμοκρασίας οφείλεται στο ότι έχουν πέσει πολλά χιόνια
  4. η απώλεια εξουσίας
    ⮡  η πτώση της κυβέρνησης συνεπάγεται εκλογές
  5. η άλωση μιας πολιορκούμενης πόλης
    ⮡  η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως
  6. (γραμματική) κάθε ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα
    ⮡  Το αγγλικό Βικιλεξικό αναγνωρίζει πενήντα (50) περίπου είδη πτώσεων στη γραμματική αναγνώριση λέξεων διαφόρων γλωσσών.[3]
    → δείτε τις λέξεις ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική, η δοτική, η αφαιρετική και η οργανική
    → δείτε  πτώση στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια - grammatical case στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  7. (εκκλησιαστικός όρος, συνήθως με κεφαλαίο) το αμάρτημα και η εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο
    ⮡  η Πτώση των Πρωτοπλάστων
  8. (ιατρική) η μετακίνηση οργάνων προς τα κάτω
    ⮡  πτώση της μήτρας ή της ουροδόχου
  9. (μουσική) η διαδοχή συγχορδιών ή φθόγγων που ολοκληρώνει μια μουσική φράση ή περίοδο
    ⮡  Η ατελής πτώση δίνει την εντύπωση τέλους αλλά συγχρόνως μας προετοιμάζει και για μια συνέχεια. Αντίθετα, η τέλεια πτώση ακούγεται σαν οριστικό τέλος. Χειροκρότημα!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ελεύθερη πτώση: πτώση που εκτελεί ένα σώμα όταν η μοναδική δύναμη που του ασκείται είναι το βάρος του
  • κάθετη πτώση: απότομη μείωση
  • μέχρι τελικής πτώσεως: μέχρι το τέλος
  • πτώση της σημαίας: όταν ξεκινάει το ταξίμετρο να γράφει (στο ταξί)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα πτ-, πτω- {βλ|και=2|πίπτω}}

άλλα θέματα → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • λόγω διαφοροποίησης στους ορισμούς οι παρακάτω μεταφράσεις πρέπει να ελεγχθούν και να μεταφερθούν στον αντίστοιχο πίνακα

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πτώση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πτώσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 50 περίπου είδη πτώσεων στο Template:inflection of στο αγγλικό Βικιλεξικό (δείτε την ενότητα Cases & Cases (less common)