προσθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσθετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]προσθετικός
- αυτός που σχετίζεται με, αφορά την ή είναι αποτέλεσμα πρόσθεσης
- Η δε(σ)οξυριβόζη είναι υδατάνθρακας (πεντόζη), με τύπο C5Η10Ο7, που αποτελεί προϊόν αναγωγής της ριβόζης, με αντικατάσταση μιας αλκοολικής ομάδας με μία μεθυλενική. Βρίσκεται στην προσθετική ομάδα ορισμένων νουκλεοπρωτεϊνών και αποτελεί μέρος του δεοξυριβονουκλεϊνικού οξέος (βλ. λ.). Είναι σώμα κρυσταλλικό, με μοριακό βάρος 134,1 και σημείο τήξης 78-82°C.[1]
- για έξτρα συστατικό ή προσθετικό μέλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσθετικός
|