λιγότερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιγότερο < επίθετο λιγότερος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈɣo.te.ɾo/
Επίρρημα
[επεξεργασία]λιγότερο
- συγκριτικός βαθμός του λίγο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιγότερο