θεματολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεματολόγιο | τα | θεματολόγια |
γενική | του | θεματολόγιου & θεματολογίου |
των | θεματολόγιων & θεματολογίων |
αιτιατική | το | θεματολόγιο | τα | θεματολόγια |
κλητική | θεματολόγιο | θεματολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεματολόγιο ουδέτερο
- συλλογή «θεμάτων», κειμένων στα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά, που διδάσκονται στους μαθητές οι οποίοι προετοιμάζονται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο
- συλλογή θεμάτων προς συζήτηση, ατζέντα θεμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεματολόγιο
|