εξώδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώδικος | η | εξώδικη | το | εξώδικο |
γενική | του | εξώδικου | της | εξώδικης | του | εξώδικου |
αιτιατική | τον | εξώδικο | την | εξώδικη | το | εξώδικο |
κλητική | εξώδικε | εξώδικη | εξώδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώδικοι | οι | εξώδικες | τα | εξώδικα |
γενική | των | εξώδικων | των | εξώδικων | των | εξώδικων |
αιτιατική | τους | εξώδικους | τις | εξώδικες | τα | εξώδικα |
κλητική | εξώδικοι | εξώδικες | εξώδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εξώδικος
- είναι αυτός που συμβαίνει έξω από τα δικαστήρια
- αυτός που δεν επιβάλλεται από το δικαστήριο με δικαστική απόφαση
- ο ανεπίσημος, που δεν προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξώδικος