εξπρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξπρές < (άμεσο δάνειο) γαλλική exprès < αγγλική express train

Επίθετο

[επεξεργασία]

εξπρές άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξπρές ουδέτερο άκλιτο

  • μεταφορικό μέσο που πραγματοποιεί το δρομολόγιό του χωρίς να σταματά σε όλες τις ενδιάμεσες στάσεις ή και καθόλου, και συνεπώς φτάνει στον προορισμό του γρήγορα
    ⮡  αν πάρεις το εξπρές για το αεροδρόμιο θα είσαι εκεί ίσως σε λιγότερο από μισή ώρα, αλλιώς, με τα άλλα λεωφορεία θα κάνεις πάνω από το διπλάσιο χρόνο

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εξπρές (τροπικό)

  • γρήγορα, άμεσα
    ⮡  αν στείλετε το γράμμα εξπρές θα σας κοστίσει τα τριπλά χρήματα, αλλά αύριο κιόλας θα έχει επιδοθεί στον παραλήπτη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]