δοκιμαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]δοκιμαστής < αρχαία ελληνική δοκιμαστής < δοκιμάζω + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοκιμαστής αρσενικό ((θ|δοκιμάστρια}}
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δοκιμαστής
|