αποδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδόμηση | οι | αποδομήσεις |
γενική | της | αποδόμησης* | των | αποδομήσεων |
αιτιατική | την | αποδόμηση | τις | αποδομήσεις |
κλητική | αποδόμηση | αποδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδόμηση < (αποδομώ) αποδομη- + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + δόμηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδομώ
- (φιλοσοφία, φιλολογία) θεώρηση της λογοτεχνικής κριτικής και φιλοσοφική άποψη που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ κειμένου και σημασίας, με κύριο εισηγητή τον Γάλλο στοχαστή Ζακ Ντεριντά, η οποία γενικά υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν απόλυτες σημασίες στις λέξεις και στα κείμενα, ότι οι έννοιες που εκφράζονται από τη γλώσσα είναι ασταθείς, περίπλοκες και τελικά αδύνατον να προσδιοριστούν απόλυτα, γι΄αυτό και η κατανόηση ή η ερμηνεία των κειμένων δεν μπορεί να υπερβεί ένα όριο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποδομισμός
- → και δείτε τις λέξεις αποδομώ και δόμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αποδόμηση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδόμηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)