αισθητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αισθητήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αισθητήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) εξάρτημα που αντιλαμβάνεται αλλαγές του περιβάλλοντος
- το φωτοκύτταρο είναι ένας αισθητήρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Καλόμοιρος, Ιωάννης (2006), Κεφ.2, Αισθητήρες Μετρήσεων, Συστήματα Συλλογής Πληροφοριών και Μετρήσεων. Προσπέλαση 2020-06-13.