άσκηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άσκηση | οι | ασκήσεις |
γενική | της | άσκησης* | των | ασκήσεων |
αιτιατική | την | άσκηση | τις | ασκήσεις |
κλητική | άσκηση | ασκήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ασκήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άσκηση < αρχαία ελληνική ἄσκησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άσκηση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος ασκώ
- άσκηση βίας, άσκηση πιέσεων
- η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική
- (στο σχολείο) τυποποιημένη εργασία που αποσκοπεί στην εμπέδωση της διδαγμένης ύλης
- (στο στρατό) σχεδιασμένη εκπαιδευτική ενέργεια που εμπλέκει μια ή περισσότερες μονάδες και προσομοιώνει συνθήκες πραγματικού πολέμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ασκώ