Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρωτοστόμια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρωτοστόμια
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Εδιακρανική περίοδος - Παρόν 635–0 Ma
Είδη πρωτοστόμιων που αντιπροσωπεύουν τις 6 συνομοταξίες τους: Mantis religiosa (αρθρόποδα), Caenorhabditis elegans (νηματώδη), Cornu aspersum (μαλάκια), Pseudoceros liparus (πλατυέλμινθες), Lumbricus terrestris (δακτυλιοσκώληκες) και Habrotrocha rosa (τροχόζωα).
Συστηματική ταξινόμηση
Επικράτεια: Ευκαρυωτικά
Κλάδος: Οπισθόκοντα
Βασίλειο: Ζώα
Υποβασίλειο: Ευμετάζωα (Eumetazoa)
Ανθυποβασίλειο: Αμφίπλευρα (Bilateria)
Κλάδος: Νεφρόζωα (Nephrozoa)
Υπερσυνομοταξία: Πρωτοστόμια
Protostomia

Grobben, 1908
Κλάδοι

Τα πρωτοστόμια (Protostomia)[1][2] είναι μεγάλη ομάδα ζώων του κλάδου και υποβασιλείου των αμφίπλευρων ευμετάζωων, δηλαδή των πιο εξελιγμένων ζώων. Η αρχαίας ελληνικής ετυμολογίας ονομασία των πρωτοστόμιων προήλθε από το ότι κατά την ανάπτυξη των εμβρύων τους, ο πρωκτός σχηματίζεται αφού έχει σχηματισθεί το στόμα τους, δηλαδή το στόμα σχηματίζεται πρώτο (proto-). Αδελφός κλάδος είναι τα δευτεροστόμια (Deuterostomia).[3][4] Η πιο γνωστή κατηγορία πρωτοστόμιων και η πιο επιτυχημένη εξελικτικά, είναι τα αρθρόποδα με τα έντομα, καθώς περιλαμβάνουν περισσότερο από το 80% όλων των ειδών ζώων (όχι μόνο των πρωτοστόμιων), και ακολουθούν τα μαλάκια. Τα πρωτοστόμια αποκαλούνται και σχιζοκοιλώματα (schizocoelomates) επειδή παρουσιάζουν συνήθως σχιζοκοιλία κατά την εμβρυϊκή τους ανάπτυξη.

Μαζί τα δευτεροστόμια, τα πρωτοστόμια και τα ξενοκοιλόμορφα (Xenacoelomorpha) συναποτελούν τον κλάδο των αμφίπλευρων ζώων, δηλαδή των ζώων που έχουν πλευρική συμμετρία και τα έμβρυά τους έχουν τρεις θεμελιώδεις στρώσεις κυττάρων (τριπλοβλαστία: το ενδόδερμα, το μεσόδερμα και το εξώδερμα) από τις οποίες προκύπτουν κατόπιν όλα τα όργανα του ζώου.[5]

Σε ζώα τουλάχιστον τόσο πολυσύνθετα όσο οι γεωσκώληκες, η πρώτη φάση δημιουργίας του πεπτικού σωλήνα γίνεται με τον σχηματισμό μιας εσοχής, του βλαστοπόρου, στη μία πλευρά του εμβρύου, η οποία βαθαίνει σχηματίζοντας το λεγόμενο αρχέντερο. Στον «αδελφό κλάδο», τα δευτεροστόμια, η αρχική εσοχή γίνεται τελικώς ο πρωκτός, ενώ το αρχέντερο τελικώς φθάνει μέχρι το άλλο άκρο, όπου δημιουργεί το στόμα. Τα πρωτοστόμια ονομάσθηκαν έτσι επειδή παλαιότερα οι επιστήμονες πίστευαν ότι σε όλα τα είδη τους ο βλαστοπόρος σχημάτιζε αντιθέτως το στόμα, ενώ ο πρωκτός σχηματιζόταν από το άλλο άκρο του εμβρύου, αργότερα.[6][3] Σήμερα ωστόσο γνωρίζουμε πλέον ότι η εξέλιξη του βλαστοπόρου στα διάφορα είδη των πρωτοστόμιων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Παρά το ότι η εξελικτική διάκριση ανάμεσα στα δευτεροστόμια και τα πρωτοστόμια εξακολουθεί να ισχύει, η περιγραφική ακρίβεια του όρου «πρωτοστόμια» είναι μειωμένη.[3]

Τα έμβρυα των πρωτοστομίων και των δευτεροστομίων διαφέρουν και σε αρκετά άλλα ως προς την ανάπτυξή τους. Σε πολλά πρωτοστόμια (κλάδος των σπιραλίων) οι χωρισμοί των διάφορων στρώσεων των κυττάρων του εμβρύου γίνονται σπειροειδώς και όχι ακτινικώς, όπως στα δευτεροστόμια.[7] Αυτό συμβαίνει επειδή τα χωρικά επίπεδα στα οποία συμβαίνει η κυτταρική διαίρεση σχηματίζουν πλάγια γωνία με τον βασικό πολικό άξονα, ενώ στα δευτεροστόμια είναι είτε παράλληλα, είτε κάθετα ως προς αυτόν. Επίσηςοι δευτερεύουσες κοιλότητες του σώματος (κοιλώματα) σχηματίζονται γενικώς με σχιζοκοιλία, όπου το κοίλωμα δημιουργείται από μια συμπαγή μάζα εμβυϊκού ιστού που αποχωρίζεται από το υπόλοιπο, αντί με εντεροκοιλία, όπου δημιουργείται από αναδιπλώσεις προς τα μέσα των τοιχωμάτων.[8]

Ο κοινός πρόγονος όλων των πρωτοστόμιων και δευτεροστόμιων ήταν σύμφωνα με τις ενδείξεις ένα υδρόβιο ζώο που έμοιαζε με σκουλήκι και ζούσε κατά την Εδιακρανική περίοδο. Οι δύο κλάδοι απέκλιναν μεταξύ τους πριν από περίπου 600 εκατομμύρια έτη. Τα αρχικά πρωτοστόμια εξελίχθηκαν σε περισσότερα από 1,1 εκατομμύριο είδη που ζουν σήμερα, έναντι περίπου 60 χιλιάδων ειδών των δευτεροστόμιων.[9]

Τα πρωτοστόμια υποδιαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα εκδυσόζωα και τα λοφοτροχόζωα ή τα σπιράλια. Θεωρούνται σήμερα είτε υπερσυνομοταξία (όπως τα δευτεροστόμια), είτε ως ανώτερος της υπερσυνομοταξίας κλάδος, καθώς παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία από τα δευτεροστόμια και κυρίως περισσότερα επίπεδα διαδοχικών υποκατηγοριών. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, υποδιαιρούνται σήμερα ως εξής:

Τα λοφοτροχόζωα, τα πλατύζωα και τα μεσόζωα ανήκουν κατά μία ταξινόμηση σε έναν ενδιάμεσο κλάδο των σπιραλίων, τα πλατυτροχόζωα. Επίσης, τα νημέρτια, τα ενδόπρωκτα, τα βρυόζωα, τα βραχιόποδα και τα φορωνίδια σε έναν άλλο ενδιάμεσο κλάδο των λοφοτροχόζωων, τα κρυπτοτροχόζωα.


  1. Wade, Nicholas (30 January 2017). «This Prehistoric Human Ancestor Was All Mouth». The New York Times. https://www.nytimes.com/2017/01/30/science/this-prehistoric-human-ancestor-was-all-mouth.html. Ανακτήθηκε στις 31 January 2017. 
  2. Han, Jian; Morris, Simon Conway; Ou, Qiang; Shu, Degan; Huang, Hai (2017). «Meiofaunal deuterostomes from the basal Cambrian of Shaanxi (China)». Nature 542 (7640): 228-231. doi:10.1038/nature21072. ISSN 0028-0836. PMID 28135722. Bibcode2017Natur.542..228H. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Hejnol, A.· Martindale, M.Q. (2009). «The mouth, the anus, and the blastopore - open questions about questionable openings». Στο: M. J. Telford· D.T.J. Littlewood. Animal Evolution — Genomes, Fossils, and Trees. σελίδες 33–40. 
  4. Martín-Durán, José M.; Passamaneck, Yale J.; Martindale, Mark Q.; Hejnol, Andreas (2016). «The developmental basis for the recurrent evolution of deuterostomy and protostomy». Nature Ecology & Evolution 1 (1): 0005. doi:10.1038/s41559-016-0005. PMID 28812551. https://qmro.qmul.ac.uk/xmlui/handle/123456789/54816. 
  5. Hejnol, A.; Obst, M.; Stamatakis, A.; Ott, M.; Rouse, G.W.; Edgecombe, G.D. (2009). «Assessing the root of bilaterian animals with scalable phylogenomic methods». Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences 276 (1677): 4261-4270. doi:10.1098/rspb.2009.0896. PMID 19759036. 
  6. Peters, Kenneth E.· Walters, Clifford C.· Moldowan, J. Michael (2005). The Biomarker Guide: Biomarkers and isotopes in petroleum systems and Earth history. 2. Cambridge University Press. σελ. 717. ISBN 978-0-521-83762-0. 
  7. Valentine, James W. (Ιούλιος 1997). «Cleavage patterns and the topology of the metazoan tree of life». PNAS (The National Academy of Sciences) 94 (15): 8001-8005. doi:10.1073/pnas.94.15.8001. PMID 9223303. Bibcode1997PNAS...94.8001V. 
  8. Safra, Jacob E. (2003). The New Encyclopædia Britannica, τόμοι 1 και 3. Encyclopædia Britannica. σελ. 767. ISBN 978-0-85229-961-6. 
  9. Dawkins, Richard: The ancestor’s tale, Mariner Books, Βοστώνη 2004, σσ. 377-386

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]