thrust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thrust | thrusts |
thrust (en)
- σπρώξιμο, ώθηση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | thrust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thrusts |
αόριστος | thrust, thrusted |
παθητική μετοχή | thrust, thrusted |
ενεργητική μετοχή | thrusting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
thrust (en)