tailor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tailor | tailors |
tailor (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tailor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tailors |
αόριστος | tailored |
παθητική μετοχή | tailored |
ενεργητική μετοχή | tailoring |
tailor (en)
- προσαρμόζω
- κόβω και ράβω στα μέτρα κάποιου