sharp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός sharp
συγκριτικός sharper
υπερθετικός sharpest

sharp (en)

  1. κοφτερός, αιχμηρός, που έχει οξεία άκρη ή αιχμή, ειδικά για κάτι που κόβει πολύ καλά
    ⮡  a sharp knife - κοφτερό μαχαίρι
    ⮡  a sharp tool - αιχμηρό εργαλείο
    ⮡  a sharp edge - οξεία κόψη
  2. κοφτερός, οξυδερκής, οξύς, για τους ανθρώπους ή το μυαλό τους, τα μάτια τους κτλ., παρατηρώ ή καταλαβαίνω γρήγορα τα πράγματα
    ⮡  a sharp mind - κοφτερό μυαλό
    ⮡  a sharp man - οξυδερκής άνθρωπος
    ⮡  sharp intelligence - οξύς νους
    ⮡  I have sharp eyes/ears.
    Έχω οξεία όραση/ακοή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
  3. διαπεραστικός, αιχμηρός, για ένα άτομο ή αυτά που λέει που είναι επικριτικά ή σκληρά
    ⮡  a sharp glance - διαπεραστική/αιχμηρή ματιά
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) οξύς, διαπεραστικός, για ήχους
    ⮡  a device that produces a very loud and sharp sound - συσκευή που παράγει πολύ δυνατό και οξύ ήχο
    ⮡  a sharp cry - οξεία/διαπεραστική κραυγή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched
  5. οξύς, διαπεραστικός, για ένα σωματικό ή ψυχικό συναίσθημα που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό, συχνά σαν να με κόβει ή με πληγώνει πολύ
    ⮡  a sharp pain - οξύς/διαπεραστικός πόνος
  6. απότομος
  7. μυτερός

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός sharp
συγκριτικός sharper
υπερθετικός sharpest

sharp (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) ακριβώς, χρησιμοποιείται μετά από μια έκφραση για την ώρα
    ⮡  at ten sharp - στις δέκα η ώρα ακριβώς
  2. (βρετανική σημασία) απότομα, γυρίζω ξαφνικά αριστερά ή δεξιά
    ⮡  I am turning sharp.
    Στρίβω απότομα.
     συνώνυμα: sharply

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sharp sharps

sharp (en)

  1. (μουσική) η δίεση ()
     αντώνυμα: flat