register

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹɛdʒ.ɪs.tɚ/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
register registers

register (en)

  1. το μητρώο, ο κατάλογος, το βιβλίο καταγραφών
    ⮡  a register of shareholders/voters - μητρώο μετόχων/ψηφοφόρων
  2. (μουσική) η έκταση φωνής, οργάνου
  3. το ταμείο, η ταμειακή μηχανή
    ⮡  He found the register open and stole its contents.
    Βρήκε το ταμείο ανοιχτό και έκλεψε το περιεχόμενό του.
    ⮡  She rang up all the items on the register.
    Χτύπησε όλα τα είδη στην ταμειακή μηχανή.
     συνώνυμα:  cash register και till
  4. (υλικό υπολογιστή) ο καταχωρητής
    Ειδικοί καταχωρητές: instruction register, program counter, stack pointer
ενεστώτας register
γ΄ ενικό ενεστώτα registers
αόριστος registered
παθητική μετοχή registered
ενεργητική μετοχή registering

register (en)

  1. (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
    ⮡  I register an item in an accounting book.
    Καταγράφω ένα κονδύλι σε λογιστικό βιβλίο.
    ⮡  Marriages are registered in books at the registry.
    Οι γάμοι καταχωρίζονται στα βιβλία του ληξιαρχείου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη record
  2. (μεταβατικό) εγγράφω, εγγράφομαι
    ⮡  I am registering my kids for school.
    Εγγράφω τα παιδιά μου σ’ένα σχολείο.
    ⮡  I am registering for a class.
    Εγγράφομαι σε μια τάξη.
     συνώνυμα: enroll, sign up
  3. (μεταβατικό) εγγράφω, γράφω
    ⮡  I register my name in the visitors’ book.
    Εγγράφομαι στο βιβλίο επισκεπτών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη write
  4. (μεταβατικό) καταγράφω, σημειώνω τις τιμές κάποιων μεγεθών
    ⮡  The thermometer registered temperatures below zero.
    Το θερμόμετρο κατέγραψε θερμοκρασίες υπό το μηδέν.
    ⮡  The General Price Index closed at 1,000 points, registering a decline of 1%.
    O Γενικός Δείκτης Τιμών έκλεισε στις 1.000 μονάδες, σημειώνοντας πτώση 1%.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη record

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]