postérieur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | postérieur | postérieurs |
θηλυκό | postérieure | postérieures |
postérieur (fr)
- (σχετικά με το χρόνο) μεταγενέστερος, ύστερος, κατοπινός
- (σχετικά με τον τόπο) οπίσθιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
postérieur | postérieurs |
postérieur (fr) αρσενικό