lift

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lift lifts

lift (en)

  1. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
     συνώνυμα: elevator (αμερικανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
    ⮡  I give someone a lift.
    Παίρνω κάποιον με το αυτοκίνητό μου.
     συνώνυμα: ride
ενεστώτας lift
γ΄ ενικό ενεστώτα lifts
αόριστος lifted
παθητική μετοχή lifted
ενεργητική μετοχή lifting

lift (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι ή μετακινούμαι σε υψηλότερη θέση ή επίπεδο
    ⮡  He bent over and lifted the suitcase.
    Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα.
    ⮡  The machine lifted the car on the ship.
    Το μηχάνημα ύψωσε το αυτοκίνητο πάνω στο πλοίο.
    ⮡  The crane is lifting cargo.
    Ο γερανός ανυψώνει φορτία.
     συνώνυμα:  pick up και raise
  2. (μεταβατικό) αίρω, καταργώ ή τερματίζω τους περιορισμούς
    ⮡  The government lifted martial law/the rent moratorium.
    Η κυβέρνηση ήρε το στρατιωτικό νόμο/το ενοικιοστάσιο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lift (bs)