gay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gay < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gay (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]gay (en)
Δείτε επίσης : guy |
gay (en)
gay (en)