forgive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | forgive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forgives |
αόριστος | forgave |
παθητική μετοχή | forgiven |
ενεργητική μετοχή | forgiving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]forgive (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγχωρώ