dwell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | dwell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dwells |
αόριστος | dwelt |
παθητική μετοχή | dwelt |
ενεργητική μετοχή | dwelling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Αόριστος και παθητική μετοχή dwelled, στις ΗΠΑ. |
Ρήμα
[επεξεργασία]dwell (en)