φορτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φορτώνω < ελληνιστική κοινή φορτῶ, συνηρημένος τύπος του φορτόω[1] → δείτε και τη λέξη φόρτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /foɾˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]φορτώνω, αόρ.: φόρτωσα, παθ.φωνή: φορτώνομαι, π.αόρ.: φορτώθηκα, μτχ.π.π.: φορτωμένος
- τοποθετώ βάρος πάνω σε μια επιφάνεια, μεταφορικό μέσο, ζώο, άνθρωπο
- ⮡ φορτώνω μουλάρι, άλογο με φορτίο
- μεταφέρω στοιχεία/αρχεία σε ψηφιακή συσκευή
- (μεταφορικά) εμπλουτίζω υπερβολικά
- ⮡ Φόρτωσε το κείμενο με ένα σωρό τεχνικές λεπτομέρειες ενώ η ουσία ήταν αλλού.
- ⮡ τον φόρτωσαν παράσημα
- ⮡ Ήρθε φορτωμένη με τόσα μπιζού που έμοιαζε χριστουγεννιάτικο δέντρο.
- επιβαρύνω ψυχικά έναν άνθρωπο
- αδικώ έναν άνθρωπο επιβαρύνοντάς τον με κάτι που δεν ήταν δική του ευθύνη
- ⮡ Του φόρτωσαν και ένα φόνο, ενώ είχε κάνει μόνο μία ληστεία.
- (αργκό) εκνευρίζομαι, ανεβάζω στροφές, αρχίζω να τα παίρνω
- φορτίζω μπαταρία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τα φόρτωσα στον κόκορα (δηλαδή σε κανέναν, μένουν κατά συνέπεια όλες οι υποχρεώσεις ανεκπλήρωτες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορτώνω | φόρτωνα | θα φορτώνω | να φορτώνω | φορτώνοντας | |
β' ενικ. | φορτώνεις | φόρτωνες | θα φορτώνεις | να φορτώνεις | φόρτωνε | |
γ' ενικ. | φορτώνει | φόρτωνε | θα φορτώνει | να φορτώνει | ||
α' πληθ. | φορτώνουμε | φορτώναμε | θα φορτώνουμε | να φορτώνουμε | ||
β' πληθ. | φορτώνετε | φορτώνατε | θα φορτώνετε | να φορτώνετε | φορτώνετε | |
γ' πληθ. | φορτώνουν(ε) | φόρτωναν φορτώναν(ε) |
θα φορτώνουν(ε) | να φορτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φόρτωσα | θα φορτώσω | να φορτώσω | φορτώσει | ||
β' ενικ. | φόρτωσες | θα φορτώσεις | να φορτώσεις | φόρτωσε | ||
γ' ενικ. | φόρτωσε | θα φορτώσει | να φορτώσει | |||
α' πληθ. | φορτώσαμε | θα φορτώσουμε | να φορτώσουμε | |||
β' πληθ. | φορτώσατε | θα φορτώσετε | να φορτώσετε | φορτώστε | ||
γ' πληθ. | φόρτωσαν φορτώσαν(ε) |
θα φορτώσουν(ε) | να φορτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φορτώσει | είχα φορτώσει | θα έχω φορτώσει | να έχω φορτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φορτώσει | είχες φορτώσει | θα έχεις φορτώσει | να έχεις φορτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φορτώσει | είχε φορτώσει | θα έχει φορτώσει | να έχει φορτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φορτώσει | είχαμε φορτώσει | θα έχουμε φορτώσει | να έχουμε φορτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φορτώσει | είχατε φορτώσει | θα έχετε φορτώσει | να έχετε φορτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φορτώσει | είχαν φορτώσει | θα έχουν φορτώσει | να έχουν φορτώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορτώνομαι | φορτωνόμουν(α) | θα φορτώνομαι | να φορτώνομαι | ||
β' ενικ. | φορτώνεσαι | φορτωνόσουν(α) | θα φορτώνεσαι | να φορτώνεσαι | ||
γ' ενικ. | φορτώνεται | φορτωνόταν(ε) | θα φορτώνεται | να φορτώνεται | ||
α' πληθ. | φορτωνόμαστε | φορτωνόμαστε φορτωνόμασταν |
θα φορτωνόμαστε | να φορτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φορτώνεστε | φορτωνόσαστε φορτωνόσασταν |
θα φορτώνεστε | να φορτώνεστε | (φορτώνεστε) | |
γ' πληθ. | φορτώνονται | φορτώνονταν φορτωνόντουσαν |
θα φορτώνονται | να φορτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φορτώθηκα | θα φορτωθώ | να φορτωθώ | φορτωθεί | ||
β' ενικ. | φορτώθηκες | θα φορτωθείς | να φορτωθείς | φορτώσου | ||
γ' ενικ. | φορτώθηκε | θα φορτωθεί | να φορτωθεί | |||
α' πληθ. | φορτωθήκαμε | θα φορτωθούμε | να φορτωθούμε | |||
β' πληθ. | φορτωθήκατε | θα φορτωθείτε | να φορτωθείτε | φορτωθείτε | ||
γ' πληθ. | φορτώθηκαν φορτωθήκαν(ε) |
θα φορτωθούν(ε) | να φορτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φορτωθεί | είχα φορτωθεί | θα έχω φορτωθεί | να έχω φορτωθεί | φορτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φορτωθεί | είχες φορτωθεί | θα έχεις φορτωθεί | να έχεις φορτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φορτωθεί | είχε φορτωθεί | θα έχει φορτωθεί | να έχει φορτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φορτωθεί | είχαμε φορτωθεί | θα έχουμε φορτωθεί | να έχουμε φορτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φορτωθεί | είχατε φορτωθεί | θα έχετε φορτωθεί | να έχετε φορτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φορτωθεί | είχαν φορτωθεί | θα έχουν φορτωθεί | να έχουν φορτωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φορτωμένος - είμαστε, είστε, είναι φορτωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φορτωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φορτωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φορτωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φορτωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φορτωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φορτωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φορτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φορτώνω < μεταπλαστικός τύπος για την ελληνιστική κοινή φορτῶ, συνηρημένος τύπος του φορτόω[1] → δείτε και τη λέξη φόρτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φόρτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)