γιατρόφιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιατρόφιδο ουδέτερο
- (φίδι) κοινή ονομασία για το φίδι λαφίτης του Ασκληπιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιατρόφιδο