Ποσειδώνας (μυθολογία)
Στην ελληνική μυθολογία ο Ποσειδώνας (αρχ. ελλην. Ποσειδῶν) είναι ένας από τους κύριους Ολύμπιους Θεούς, ο υπέρτατος θεός των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και κατ' επέκταση της θάλασσας (εξ ου και Πελαγαίος καλούμενος).
Έτσι με την εξαιρετική μυθοπλαστική ανθρωπομορφισμού, δεν άργησαν να αναπτυχθούν εκπληκτικές μυθικές μορφές, ιδιαίτερα επί των υδάτων, της δυναμικής τους, της θέας αυτών, αλλά και των διαφόρων συγκινήσεων που προκαλούν. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε σταδιακά ένα μέγα πλήθος εξαίρετων μυθοπλα τούτου πρωτοτυπία του ελληνικού πνεύματος, όπως παρατηρεί ο P. Decharme.[1]
Κυρίαρχη θεότητα των υδάτων και ιδιαίτερα της θάλασσας αναγνωρίσθηκε και καθιερώθηκε ο Ποσειδώνας, γενάρχης πολλών δευτερευόντων θεοτήτων, αλλά και εκπληκτικών θαλάσσιων τεράτων, πλοκαμοφόρων και ιχθύουρων, που ετυμολογούνται μάλιστα από τις διάφορες όψεις και δράσεις του υγρού στοιχείου.ειναι παχεις
Ανάδειξη σε θεότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τα παραπάνω, συγκρίνοντας την ορμητικότητα των ποταμών, ειδικότερα της πρώτης υπό βουητό κατερχόμενης μάζας, μετά από βροχόπτωση, θυμίζοντας στην όψη μαινόμενο ταύρο, με εκείνη των ορμητικών αναδιπλωμένων κυμάτων που επίσης υπό βουητό ξεσπούν με μανία στα βράχια και τις ακτές ή των ταχυκίνητων καταιγιδοφόρων και βροντόηχων νεφών, θυμίζοντας αμφότερα καλπάζοντα άλογα, όπως επίσης τη χρωματική ομοιότητα του ουρανού και της θάλασσας, (γαλάζιο την ημέρα και μαύρο τη νύκτα), αλλά και ειδικότερα την απεραντοσύνη του ουρανού με εκείνη της θάλασσας που φθάνουν να σμίγουν, ή και να συγχέονται σε όλο το μήκος του μακρινού ορίζοντα, δεν άργησε να αναγνωρισθεί η συγγένεια μεταξύ των δύο κυριοτέρων θεοτήτων, του Δία, "πατρός ανδρών τε θεών τε", κυρίαρχου ουρανού και γης, και του Ποσειδώνα.
Τη συγγένεια αυτή μας παρουσιάζει με εκπληκτική πλοκή ο Ησίοδος στη Θεογονία του.
Ο Ποσειδώνας φερόμενος ως γιος του Κρόνου και της Ρέας είχε υποστεί και αυτός ως νεογνό την τραγική τύχη των αδελφών του, δηλαδή της κατάποσής του από τον πατέρα του. Όταν όμως ο μικρότερος αδελφός του Δίας, έχοντας κρυφά ξεφύγει της άγριας αυτής μοίρας, με τέχνασμα της μητέρας τους και έχοντας στο μεταξύ ανδρωθεί στην Κρήτη απεφάσισε να δώσει τέλος στην κυριαρχία του πατέρα τους, προχωρώντας σε ανταρσία υποχρέωσε τον πατέρα του, πριν τον καταγκρεμίσει να εξεμέσει τους αδελφούς του. Τότε επανήλθαν στο φως τόσο ο Ποσειδώνας, όσο και ο Άδης ή Πλούτων. Μετά τη μεγάλη και σφοδρή Τιτανομαχία που ακολούθησε, στην οποία έλαβε μέρος και ο Ποσειδώνας στο πλευρό του αδελφού του, που κατέληξε στη νίκη του Δία κατά των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης, οι τρεις αδελφοί Δίας, Ποσειδών και Άδης απετέλεσαν τη σπουδαία τριάδα θεών επί της κυριαρχίας του σύμπαντος κόσμου κατά την αντίληψη της εποχής.
Σημειώνεται ότι κατά την Ησιόδεια μυθολογία το Σύμπαν διαιρείται σε τρεις ευκρινείς ζώνες - δίσκους. Την κεντρική, που κατέχει η θάλασσα επί της οποίας στηρίζεται ή επιπλέει η ξηρά, η υπεράνω αυτής που αποτελεί ο ουρανός ή αιθέρας και η κατώτερη την οποία αποτελεί ο Τάρταρος ή τα Τάρταρα, όπου και τα έσχατα πέρατα του κόσμου. Μάλιστα για την ενδιάμεση απόσταση που χωρίζει τις τρεις αυτές ζώνες, ο Ησίοδος προσθέτει τη λεπτομέρεια πως αν από την ανώτερη ζώνη, τον ουρανό, αφηνόταν να πέσει ένας χάλκινος χάρακας αυτός θα έπεφτε επί 9 ημέρες και 9 νύκτες, και μόνο τη 10η ημέρα θα έφτανε στη γη και ομοίως τον ίδιο χρόνο για να φθάσει από τη μεσαία ζώνη στη κατώτερη, τα Τάρταρα.
Έτσι μετά την ήττα των Τιτάνων και του αγώνα κατά του Τυφωέα που ήταν η τελευταία πράξη της Τιτανομαχίας ο μεν κεραύνιος Δίας εγκαθίσταται στην ανώτερη ζώνη ως μόνος πατήρ επουράνιος, ύπατος μήστωρ (= πάνσοφος), "ορατών τε και αοράτων" (κατά Αισχύλο), ο δε Ποσειδώνας αναλαμβάνει κύριος του βασιλείου της Θάλασσας που υποβαστάζει την ξηρά και μέγας επόπτης του Ταρτάρου, ενώ ο Άδης αναλαμβάνει τη βασιλεία του Κάτω Κόσμου που βρίσκεται όμως εντός του μεσαίου γήινου δίσκου.
Στη συνέχεια με τη συγκρότηση του Δωδεκάθεου του Ολύμπου, ο Ποσειδώνας καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση, παρά το δεξιό του Δία, και μάλιστα ένθρονος και προ του θρόνου της αδελφής του Ήρας.[2]
Με τη νέα θεολογική τάξη και αντίληψη όπως διαμορφώθηκε, όπου οι Ολύμπιοι θεοί κατέστησαν θεματοφύλακες των εννόμων δυνάμεων της φύσης σε πλήρη μεταξύ τους αρμονία, αλλά και της επιβολής σπουδαίων ηθικών αξιών για την ανθρωπότητα, ο Ποσειδώνας ανέλαβε την πλήρη εξουσία επί των υδάτων και των περί αυτών ασχολουμένων ανθρώπων και κυρίως των ναυτιλλομένων, κατά την ίδια εξουσία που ασκούσε ο Ζευς επί των δυνάμεων του ουρανού και των ανθρώπων στη στεριά, καθιστάμενος έτσι βασιλεύς της "πολιῆς ἁλός".[3]
Σύμβολα του Ποσειδώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τρίαινα του Ποσειδώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κυριότερο σύμβολο - έμβλημα του Ποσειδώνα είναι το τρίαιχμο (= με τρεις αιχμές), ή τριαινοφόρο δόρυ[4] ή απλούστερα η τρίαινα, που αποτελούσε ταυτόχρονα σκήπτρο αναγνώρισης αλλά και μέσον ή όπλο επιβολής της θελήσεώς του. Με αυτή, κεντρίζοντας ανάλογα τη θάλασσα ή βράχους, προκαλούσε θεομηνίες, τρικυμίες, σεισμούς, καταποντισμούς, ηφαιστειακές εκρήξεις κ.λ.π. αλλά και αντίστροφα γαλήνη, ηρεμία, στερεότητα μέχρι και ανάδυση στεριάς, ή ανάβλυση υδάτων, εξ ου και το παράγωγο ρήμα τριαινόω (= διασείω, κινώ, αναδεύω, ανασκάπτω, ανατρέπω, καταρρίπτω, κ.λ.π. πάντα με χρήση τρίαινας).[5]
Ο P. Decharme επισημαίνοντας[6] τον εξαιρετικά πλούσιο οριζόντιο διαμελισμό του ελλαδικού χώρου, που διαπλάσθηκε από τη θάλασσα, είτε με ήρεμη ενέργεια σχηματίζοντας κυκλοτερείς όρμους με αμμώδεις παραλίες, είτε ακόμη με βίαιες ενέργειες δημιουργώντας απόκρημνες και βραχώδεις ακτές, θεωρεί πολύ φυσικό οι αρχαίοι κάτοικοι του χώρου να θεωρούν τη διάπλαση αυτή έργο του Ποσειδώνα ή ιδιαίτερα σε κάθε παράλιο κρημνό, απόληξη ή αποκομμένα βράχια ή σκοπέλους εγκατεσπαρμένα φύρδην μύγδην να αναγνωρίζουν τη δράση της θεϊκής τρίαινας. Με δεδομένο ότι όλα τα ηφαίστεια της αρχαίας Ελλάδας βρίσκονταν μέσα στον αιγαιακό χώρο η δράση της τρίαινας του Ποσειδώνα στην ενεργοποίησή τους είχε καταστεί αναμφισβήτητη, εξ ου και τα σχετικά επίθετα του Ποσειδώνα (γαιήοχος, ενοσίγαιος, ενοσίχθων, σεισίχθων).
Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις που είχε περισυλλέξει ο Καλλίμαχος την τρίαινα του Ποσειδώνα είχαν κατασκευάσει οι Τελχίνες και με αυτήν ο Ποσειδώνας είχε προκαλέσει τον τρομερό κατακλυσμό στον οποίο όφειλαν την προέλευσή τους τόσο οι Κυκλάδες όσο και οι Σποράδες, όχι κατά την έννοια της αποκάλυψής τους από την υποχώρηση της στάθμης των υδάτων, αλλά από την κατακρήμνιση βουνών και τη μετακύλισή τους στη θάλασσα ή θρυμματιζόμενα σε τεράστιους βράχους που έριχνε στη συνέχεια ο ίδιος ο Ποσειδώνας στη θάλασσα, όπου και εκεί ρίζωναν, όπως αποκαλύπτει ο του Καλλιμάχου "Ύμνος εις Δήλον". Η αντίληψη αυτή φέρεται περισσότερο ως προϊόν της Γιγαντομαχίας που ακολούθησε μετά τη θρυλική Τιτανομαχία.
Ταύρος, Ίππος και Δελφίνι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άλλα σύμβολά του Ποσειδώνα ήταν ο ταύρος (ιδιαίτερα επί των ποταμών), ο ίππος, και ο δελφίν ή δελφίνι, (και τα τρία αρσενικού γένους, δισύλλαβα), όπως αυτά καθιερώθηκαν ιερά ζώα του, από την εκάστοτε όψη της κατάστασης της θάλασσας.
Εξ αυτών ο ταύρος ήταν το αρχαιότερο που υιοθετήθηκε ως ιερό ζώο στη λατρεία του Ποσειδώνα, κυρίως από μεσόγειους αρχαίους πληθυσμούς, αλληγορικά, συνδυάζοντας την ορμητικότητα των χειμάρρων στο πέρασμα των οποίων τα πάντα παρασύρονται όσο και κατά την έννοια της γονιμοποίησης των εδαφών - κοιλάδων που οι ίδιοι δημιουργούν και ακολούθως διατρέχουν. Χαρακτηριστικοί είναι οι μύθοι περί του ταύρου της Κρήτης, ή εκείνου του Μαραθώνα όπου και στις δύο περιπτώσεις οι αναφερόμενοι ταύροι, όπως και ο Μινώταυρος εκτελούν ως όργανα - τιμωροί ηθικών παραβάσεων κατ΄ εντολή του Ποσειδώνα. Ειδικότερα στη Μινωική Κρήτη ο ταύρος αποτελούσε το έμβλημα της Κνωσσού. Στις λατρευτικές τελετές των πληθυσμών αυτών προς τιμή του Ποσειδώνα συμμετείχαν ταύροι τόσο στις ιερές πομπές, όσο και στις θυσίες με χαρακτηριστικότερη εκείνη της εκατόμβης καθώς και σε αγώνες όπως ταυρομαχίες, ή τα εκπληκτικά ταυροκαθάψια που τελούνταν κυρίως στην Κρήτη.
Όταν αργότερα η λατρεία του Ποσειδώνα πέρασε κυρίως στους παράλιους και νησιώτικους πληθυσμούς που άρχισαν να επιδίδονται στην αλιεία και το ναυτικό εμπόριο αναγνωρίζοντάς τον ως αποκλειστικό θεό της θάλασσας, ο ταύρος έγινε ιερό ζώο άλλων Ολύμπιων θεών όπως του Απόλλωνα, αλλά και της Άρτεμης το άρμα της οποίας έσερναν συζευγμένοι ταύροι.
Παράλληλα οι προϊστορικοί Έλληνες, όπως και άλλοι αρχαίοι λαοί, δεν άργησαν ν΄ αντιληφθούν και να θαυμάσουν τις εκπληκτικές ικανότητες του ίππου, ιδιαίτερα την υπέροχη παρουσία του με τη λαμπρή χαίτη του, την εκπληκτική ταχύτητά του, (του ταχύτερου εξημερωμένου ζώου της ελληνικής πανίδας), τη θεαματική του ανόρθωση και υπερπήδηση εμποδίων, την εξαιρετική υπακοή του κ.ά. της συμπεριφοράς του, καθιστώντας το κύριο μέσον ταχείας μεταφοράς, αλλά και αναγνωρίζοντάς του τελικά θεϊκή καταβολή. Έτσι με την εξάπλωση των δραστηριοτήτων εκείνων των κατοίκων προς παραλίες και στην όψη μάλιστα των ορμητικών ανακυλιομένων αφροστεφών θαλάσσιων κυμάτων που ξεσπούν στις ακτές συνδυαζόμενη με εκείνες του καλπασμού των ίππων ήταν φυσικό επόμενο ο ίππος ν΄ αναγνωρισθεί ιερό ζώο του θεού του χώρου και γενικά των υδάτων, του Ποσειδώνα, όπως επίσης και του Απόλλωνα, των μονίμως αρματοδρόμων Ολύμπιων θεών της ελληνικής μυθολογίας.
Όπως αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα, μέχρι τη μινωική περίοδο οι παραστάσεις ίππων στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ περιορισμένες σε σχέση με αυτές των ταύρων. Από τη μυκηναϊκή όμως περίοδο αρχίζει να παρατηρείται το ακριβώς αντίθετο.[7] Στα ομηρικά έπη ο ίππος όχι μόνο κυριαρχεί ως ιερό ζώο του Ποσειδώνα, που όταν αναφέρεται στη θάλασσα υποδηλώνει τα αφρίζοντα και ανορθούμενα από τη θύελλα κύματα, ενώ για την ξηρά το ορμητικά αναβλύζον νερό πηγής που αναπηδώντας στη συνέχεια σε βραχώδη κοίτη καταλήγει σε ορμητικό χείμαρρο, ή ορμητικό ρεύμα ποταμού, αλλά και η ελληνική μυθολογία φέρεται να έχει ήδη εμπλουτιστεί με πλήθος από υπέροχους σχετικούς μύθους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο μύθος του Αρίωνα, ή ο μύθος του Πήγασου, ή εκείνος του ορμητικά εξερχόμενου ίππου από τον βράχο της Ακρόπολης της Αθήνας, ή ακόμη και του Δούρειου Ίππου, καθώς και πολλών άλλων.
Από αυτή την περίοδο ήδη ο Ποσειδώνας θεωρείται παράλληλα να κατέχει τη τέχνη να δαμάζει και να συζεύγει ίππους όπως αποκαλύπτουν σχετικά επίθετα (δαμαίος, ίμψιος, ίππιος), ενώ στις προς τιμή του λατρευτικές εκδηλώσεις συμμετέχουν ίπποι τόσο σε πομπές όσο και σε αγώνες (ιπποδρομίες - αρματοδρομίες).
Άρμα του Ποσειδώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως ο Ολύμπιος θεός Απόλλωνας διέτρεχε την απεραντοσύνη του ουρανού με τέθριππο χρυσό άρμα, κατά ίδια αντίληψη και ο Ποσειδώνας περιέτρεχε την απεραντοσύνη της θάλασσας στην επιφάνειά της με άρμα, ή με τεράστιο κοχύλι, που άλλοτε έσερναν κέλητες (δρομείς ίπποι) και άλλοτε Τρίτωνες, ή μυθικοί ιππόκαμποι, ή δελφίνια, που με την ορμή τους ανασήκωναν νέφος σταγονιδίων που με τη σειρά τους στεφάνωναν εξαίσια το άρμα ως πέπλο με τα χρώματα της ίριδας, συμπληρώνοντας μάλιστα ο Όμηρος τη λεπτομέρεια ότι ο άξονας των τροχών του άρματος δεν βρεχόταν από τα κύματα, δίνοντας έτσι εκπληκτική εικόνα ταχύτητας αλλά και πτήσης υπέρ αυτών. Παράλληλα αρχαίοι ποιητές παρουσιάζουν τον Ποσειδώνα να διατρέχει την επιφάνεια της θάλασσας και μετά από τρεις μεγάλους δρασκελισμούς να καταφθάνει στο επιθυμητό μέρος.
Όνομα και επίθετα του Ποσειδώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]1. Το όνομα Ποσειδώνας είναι προϊόν μόνο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και δεν έχει σχέση με άλλες αρχαίες ανατολικές γλώσσες.[8] Συνεπώς δεν πρόκειται για θεότητα που μεταδόθηκε στον αρχαίο ελλαδικό χώρο από άλλους αρχαίους λαούς. Η ετυμολογική έρευνα του ονόματος, παράλληλα με την αρχαιολογική σκαπάνη, αποκάλυψαν σπουδαίες πληροφορίες τόσο στην εξέλιξη της λατρείας του, όσο ειδικότερα στην πολιτισμική εξέλιξη των αρχαίων κατοίκων του εν λόγω χώρου.
Κατά τους κλασικούς χρόνους το όνομα Ποσειδών στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται στις ακόλουθες μορφές ανά πτώση: Ποσειδῶν (ονομαστική), Ποσειδῶνος (γενική), Ποσειδῶνι (δοτική), Ποσειδῶ ή Ποσειδῶνα (αιτιατική) και Πόσειδον (κλητική). Στην αιολική διάλεκτο έχει τη μορφή Ποτειδάων (ονομ.), Ποτειδάωνος (γεν.), ενώ στη δωρική Ποτείδαν, ή Ποσείδαν, ή Ποτειδάων, αλλά και Ποτειδάν, ή Ποτειδᾶς. Τέλος, στην ομηρική ελληνική γλώσσα Ποσειδάων - Ποσειδάωνος.[9] Στη τελευταία αυτή μορφή αναφέρεται και η αρχαιότερη γραφή του ονόματος σε Γραμμική Β.
2. Για την ετυμολογία-προέλευση του ονόματος ασχολήθηκαν τόσο αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως π.χ. ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, όσο και σύγχρονοι σπουδαίοι φιλόλογοι ελληνιστές - μελετητές και σχολιαστές της ελληνικής μυθολογίας και λατρείας όπως μεταξύ άλλων ο Γερμανός καθηγητής Βάλτερ Μπούρκετ (Walter Burkert)(1931-2015), βασιζόμενος στο έργο του φον Α. Κιρκ "Zeitschrift für vergleichende Sprachforschung auf dem Gebiete der...". Η πιθανότερη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος είναι ότι είναι σύνθετο από τη λέξη «πόσις» ή «πότις» από την πρώτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα Potis, που σημαίνει κύριος και τη λέξη «Δα», που αντιστοιχεί στην αττική λέξη «Γη»[10] και έχει ως πρώτο-ινδο-ευρωπαϊκή ριζά dheghom[11].[12]
3. Τα επίθετα που έφερε ο Ποσειδώνας, εκτός κάποιων τοπωνυμίων λατρείας, αποδίδουν όλες εκείνες τις θεϊκές ιδιότητες κατά την περί αυτού αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων.
- Αιγαίος
- Ασφάλειος
- Γαιήοχος
- Γενέσιος
- Δαμαίος
- Δωματίτης
- Ελικώνιος
- Εννοσίγαιος, ή Ενοσίγαιος
- Ενοσίχθων
- Επιλίμνιος
- Ευρυκρείων
- Ευρυμέδων
- Επόπτης
- Ίμψιος
- Ίππιος
- Κρηνούχος
- Πατριγένειος
- Πατήρ
- Πατρώος
- Πελάγιος, ή Πελαγαίος
- Πετραίος
- Σεισίχθων
- Σωτήρ
- Ταύρειος
- Φράτριος
- Φύκιος
- Φυτάλμιος
Δράσεις και σχέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ποσειδώνας κατοικούσε πότε στον Όλυμπο και πότε στο παλάτι του στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσε και η γυναίκα του, η Νηρηίδα Αμφιτρίτη. Κατά μια εκδοχή μεγάλωσε στη Ρόδο όπου, μετά την ένωσή του με την Αλία, αδελφή των Τελχινών, γεννήθηκαν έξι γιοι και μια κόρη, η Ρόδη, που έδωσε το όνομά της στο νησί. Ήταν πατέρας ακόμη του Θησέα, αλλά και του Προκρούστη και του Σκίρωνα και γιγάντων: των δίδυμων Ώτου και Εφιάλτη (από την ένωσή του με την Ιφιμέδεια, κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας), του Τιτυού (από την Ελάρα, κόρη του Ορχομενού και του Ωρίωνα) (από την Ευρυάλη, κόρη του Μίνωα). Θεωρούνταν ακόμη εξημερωτής του πρώτου αλόγου, αλλά και γεννήτορας του μυθικού αλόγου Πήγασου.
Το όνομα του θεού Nethuns είναι ετρουσκικό και υιοθετήθηκε στα λατινικά για τον Ποσειδώνα στη ρωμαϊκή μυθολογία (Νεπτούνους). Και οι δύο ήταν θεοί της θάλασσας ανάλογοι με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με σωζόμενες επιγραφές, ο Ποσειδών λατρευόταν στην Πύλο και στη Θήβα και ενσωματώθηκε στους θεούς του Ολύμπου ως αδελφός του Δία και του Άδη. Ο Ποσειδών απέκτησε πολλά παιδιά. Υπάρχει ένας ομηρικός ύμνος στον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν ο προστάτης πολλών ελληνικών πόλεων, αν και έχασε το διαγωνισμό για την Αθήνα από την Αθηνά.
Ως θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας ταξίδευε με το χρυσό άρμα του πάνω στα κύματα, που άνοιγαν χαρούμενα στο πέρασμά του, ενώ γύρω του έπαιζαν δελφίνια. Με την τρίαινά του μπορούσε τόσο να δημιουργεί τρικυμίες όσο και να ηρεμεί τα νερά. Θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και των ψαράδων και ακόμη, σαν υπεύθυνο για γεωλογικά φαινόμενα όπως τους σεισμούς, του προσφέρονταν θυσίες και επικλήσεις για τη σταθερότητα του εδάφους και την ασφάλεια των κτιρίων, ενώ τιμούνταν και με ιπποδρομίες.
Ορφικός ύμνος Ποσειδώνος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορφικός ύμνος Ποσειδώνος | Απόδοση |
---|---|
Κλῦθι, Ποσειδάον γαιήοχε, κυανοχαῖτα, ἵππιε, χαλκοτόρευτον ἔχων χείρεσσι τρίαιναν• |
-Άκουσε, Ποσειδών γαιήοχε, κυανοχαίτα, |
Ομηρικός ύμνος Ποσειδώνος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ομηρικός ύμνος Ποσειδώνος | Απόδοση |
---|---|
Ἀμφὶ Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἄρχομ᾽ ἀείδειν γαίης κινητῆρα καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης |
-Άρχομαι να άδω αμέσως τον Ποσειδώνα, τον μέγα θεό, |
Γενεαλογικό δένδρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενεαλογικό Δέντρο των Ολύμπιων Θεών [13] | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Εξάπλωση της λατρείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ποσειδών ήταν σημαντικός θεός διάφορων πόλεων: στην Αθήνα, ήταν δεύτερος μόνο μετά την Αθηνά σε σημασία, ενώ στην Κόρινθο και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας ήταν ο προϊστάμενος θεός της πόλης. Στην καλοκάγαθη πτυχή του, ο Ποσειδών παρουσιαζόταν δημιουργώντας νέα νησιά και προσφέροντας ήρεμες θάλασσες. Όταν όμως οργιζόταν, χτυπούσε το έδαφος με την τρίαινά του και προκαλούσε χάος, σεισμούς, ναυάγια και πνιγμούς στη θάλασσα. Στην Οδύσσεια, η μνησικακία του Ποσειδώνα ενάντια στον Οδυσσέα απέτρεψε τον πολυμήχανο ήρωα από την άφιξή του στην πατρίδα του, την Ιθάκη. Οι ναυτικοί προσεύχονταν στον Ποσειδώνα για ένα ασφαλές ταξίδι, πνίγοντας μερικές φορές άλογα ως θυσία.
Σύμφωνα με τον Παυσανία[19], ο Ποσειδών ήταν ένας από τους επιστάτες του χρησμού στους Δελφούς προτού να τους αναλάβει ο Ολύμπιος Απόλλωνας. Απόλλωνας και Ποσειδών λειτούργησαν στενά σε πολλά σημεία: στην αποίκιση, παραδείγματος χάριν. Ο Δελφικός Απόλλωνας παρείχε την έγκριση την εγκατάσταση ανθρώπων σε αποικίες, ενώ ο Ποσειδών πέρα από τους αποίκους βοήθησε δίνοντάς τους το εξαγνιστικό ύδωρ για τη θυσία που αφορούσε την ίδρυση της αποικίας. Η Ανάβασις του Ξενοφώντα περιγράφει μια ομάδα στρατιωτών στο 400-399 π.Χ. τραγουδώντας στον Ποσειδώνα έναν παιάνα, ένα είδος ύμνου που τραγουδιέται κανονικά για τον Απόλλωνα. Όπως ο Διόνυσος, ο οποίος επηρέαζε τις μαινάδες, και ο Ποσειδών προκάλεσε ορισμένες μορφές διανοητικής διαταραχής. Ένα ιπποκράτειο κείμενο του 400 π.Χ. στις ιερές Αρρώστιες λέει ότι κατηγορήθηκε για ορισμένους τύπους επιληψιών.
Έκθεση φωτογραφιών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ P. Decharme, Ελληνική Μυθολογία, σ. 301.
- ↑ Σημειώνεται ότι στον Όλυμπο ένθρονοι θεοί θεωρούνταν μόνο ο Δίας ή Ζευς, η Ήρα και ο Ποσειδώνας.
- ↑ Ομήρου, «Ιλιάς» Ν 353.
- ↑ Σημειώνεται ότι τρίαιχμος φερόταν και ο κεραυνός που κρατούσε ο Δίας.
- ↑ Π. Δορμπαράκης, Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, σ. 815.
- ↑ P. Decharme, "Ελληνική Μυθολογία", σ. 312.
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Ηλίου, τόμ. Θ΄, σελ. 976 (λήμμα «Ίππος»).
- ↑ P. Decharme, Ελληνική Μυθολογία.
- ↑ Π. Δορμπαράκης, Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, σελ. 671.
- ↑ 1946-, Liddell, Scott K., (2003). Grammar, gesture, and meaning in American Sign Language. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0511065167. 57371438.
- ↑ Indo-European Linguistics. Berlin, Boston: DE GRUYTER. ISBN 9783110895148.
- ↑ Poultney, James W.; Chantraine, Pierre (1970-07). «Dictionnaire etymologique de la langue grecque». The American Journal of Philology 91 (3): 372. doi: . ISSN 0002-9475. http://dx.doi.org/10.2307/292964.
- ↑ Γενεαλογικό Δέντρο των Ολύμπιων Θεών που βασίζεται στη Θεογονία του Ησίοδου .
- ↑ Σύμφωνα με τον Όμηρο, Ιλιάδα 1.570–579, 14.338, Οδύσσεια 8.312, Ο Ήφαιστος ήταν γιος της Ήρας και του Δία, Gantz, σελ. 74.
- ↑ Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Θεογονία 927–929, Ο Ήφαιστος γεννήθηκε μόνο από την Ήρα χωρίς πατέρα, Gantz, σελ. 74.
- ↑ Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Θεογονία 886–890, για τα παιδιά του Διός από τις επτά συζύγους του, η Αθηνά ήταν κόρη του Δία και της Μήτις. Ο Δίας εμπόδισε τη Μήτι να γεννήσει και την κατάπιε αλλά το παιδί εκείνο ήταν η Αθηνά η οποία γεννήθηκε τελικά από το κεφάλι του. ", Gantz, σελ. 51–52, 83–84.
- ↑ Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Θεογονία 183–200, Η Αφροδίτη γεννήθηκε από τον αφρό που δημιούργησαν τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, Gantz, σελ. 99–100.
- ↑ Σύμφωνα με τον Ὀμηρο, Η Αφροδίτη ήταν κόρη του Διός (Ιλιάδα 3.374, 20.105; Οδύσσεια 8.308, 320) και της Διώνης(Ιλιάδα 5.370–71), Gantz, σελ. 99–100.
- ↑ Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίο Ι', κεφ. 5,5.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 20ός, σσ. 590-592
- Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. Θ΄
- P. Decharme: Ελληνική Μυθολογία, Αθήναι 1959
- Π. Δορμπαράκης: Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Εκδ. «Εστία», Αθήναι 1960