Νεστοριανισμός
Ο όρος Νεστοριανισμός περιγράφει το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς και ο θεϊκός Γιος του Θεού ή Λόγος, και όχι ως ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το δόγμα έχει ταυτιστεί με τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριο (περ. 386–περ. 451), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου Μοψουεστίας. Αυτή η θεολογική θέση αναφορικά με τον Χριστό καταδικάστηκε στην Πρώτη Σύνοδο της Εφέσου (Γ' Οικουμενική Σύνοδος) το 431 και η σφοδρή αντιπαράθεση σχετικά με το ζήτημα αυτό οδήγησε στο Νεστοριανικό σχίσμα, κατά το οποίο διασπάστηκε η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής από τη Βυζαντινή Εκκλησία. Όμως, ούτε η Σύνοδος της Εφέσου δεν διευθέτησε οριστικά το ζήτημα, καθώς σύντομα υπήρξε και πάλι διάσπαση όσον αφορά το αν ο Χριστός είχε μία ή δύο φύσεις, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση του δόγματος του Μονοφυσιτισμού και στο Χαλκηδόνειο σχίσμα.
Η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής αρνήθηκε να διακόψει την υποστήριξή της προς τον Νεστόριο και να τον αποκηρύξει ως αιρετικό, και συνεχίζει να αποκαλείται «Νεστοριανή» στη Δύση ώστε να διακρίνεται από τις υπόλοιπες Ανατολικές εκκλησίες.
Ορισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Νεστοριανισμός προέκυψε κατά τον 5ο αιώνα από τις προσπάθειες που καταβάλλονταν να εξηγηθεί λογικά και να γίνει κατανοητή η ενσάρκωση του θεϊκού Λόγου, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας ως άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με τις θέσεις του δόγματος αυτού, η ανθρώπινη και η θεϊκή υπόσταση του Χριστού είναι ξεχωριστές και υπάρχουν δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός και ο θεϊκός Λόγος, ο οποίος ενανθρωπίστηκε. Κατά συνέπεια, οι υποστηρικτές των θέσεων που αποδόθηκαν στον Νεστόριο απέρριψαν τη χρήση όρων του τύπου «ο Θεός υπέφερε» ή «ο Θεός σταυρώθηκε», διότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού που υπέφερε είναι ξεχωριστή από τη θεϊκή φύση του. Παρόμοια, απέρριπταν τον όρο «Θεοτόκος» (που σημαίνει «η τεκούσα τον Θεό» ή «η μητέρα του Θεού») ως τίτλο της Παρθένου Μαρίας και χρησιμοποιούσαν αντ' αυτής τον τίτλο «Χριστοτόκος» (που σημαίνει «η τεκούσα τον Χριστό» ή «η μητέρα του Χριστού»), διότι κατά την άποψή τους η Μαρία γέννησε μόνο τον ανθρώπινο Ιησού και όχι τον θεϊκό, και ότι ο Θείος Λόγος ενώθηκε μαζί του μεταγενέστερα. Εναλλακτικά, δέχονταν τη χρήση του όρου «Ανθρωποτόκος» ή, με κάποια επιφύλαξη, «Θεοδόχος».
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου Β' δημιούργησε σημαντικές θεολογικές έριδες που προκάλεσαν ταραχές στον κλήρο. Μια από αυτές υπήρξε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Μια ομάδα υποστήριζε την άποψη των δύο χωριστών φύσεων του Ιησού και μια άλλη την άρρηκτη σχέση των δύο φύσεων, θεϊκής και ανθρώπινης.
Υπέρμαχοι των δύο απόψεων υπήρξαν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, εκπρόσωπος της σχολής της Αντιόχειας, και ο πατριάρχης Αλεξάνδρειας Κύριλλος.
Αν και ο αυτοκράτορας υποστήριξε τη θέση του Νεστόριου στην Πρώτη Σύνοδο της Εφέσου το 431, το σχετικό δόγμα καταδικάστηκε ως αίρεση από τη σύνοδο αυτή, η οποία διακήρυξε τον Ιησού «Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον»[1].
Οι Νεστοριανοί, καταδιωκόμενοι από τους Ορθόδοξους, κατέφυγαν στην Περσία, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Το 498 αποσχίστηκε η νεστοριανή Περσική Εκκλησία από την ορθόδοξη και επεκτάθηκε στη Συρία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και την Κίνα. Οι Νεστοριανοί διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της επιστήμης και δημιούργησαν αξιόλογα πνευματικά κέντρα σε διάφορες πόλεις. Επί Ταμερλάνου, διώχτηκαν και περιορίστηκαν στο Κουρδιστάν. Το 1898 μεγάλο μέρος των Νεστοριανών ενώθηκε με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού ασπάστηκαν την Ορθόδοξη Εκκλησία και οι σύγχρονοι Νεστοριανοί, μέλη της λεγόμενης Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής, έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, ιδίως μετά τους δυο παγκόσμιους πολέμους.
Οι εναπομείναντες σύγχρονοι Νεστοριανοί προτιμούν να αποκαλούνται Ασσύριοι, ενώ το επίσημο όνομα της εκκλησίας τους είναι Αγία Αποστολική Καθολική Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, ή, εν συντομία, Εκκλησία της Ανατολής ή Ασσυριακή Εκκλησία.[2] Η Εκκλησία αυτή τιμά τον Νεστόριο μέχρι σήμερα ως άγιο.
Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[3][4] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος· ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονεν· δι' ὃ ἕνα Χριστόν, ἕνα υἱόν, ἕνα κύριον ὁμολογοῦμεν». (Γ' Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών).
- ↑ Sebastian Brock, The "Nestorian" Church: a lamentable misnomer, Bulletin of the John Rylands University Library of Manchester 78/3 (1996) σ. 23-35· Pontificium Institutum Orientalium Studiorum, Orientalia Christiana Periodica, 1999, Τόμ. 65, H. L. Murre-van den Berg, «The American Board and the Eastern Churches: the 'Nestorian Mission' (1844-1846)», σ. 117.
- ↑ «Religion Flow Chart: Christianity». Faiths and Freedoms: Religious Diversity in New York City. Macaulay Honors College at CUNY. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2015.
- ↑ «Branches of Chrisitianity». Waupun, WI: Waupun Area School District. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2015.