Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία
Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία | |||
---|---|---|---|
Το βρετανικό θωρηκτό HMS Warspite βομβαρδίζει την Κατάνη. 17 Ιουλίου 1943 | |||
Χρονολογία | 9 Ιουλίου – 17 Αυγούστου | ||
Τόπος | Σικελία | ||
Αποτέλεσμα |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Η εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία ήταν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με το κωδικό όνομα "Επιχείρηση Χάσκι" (Operation Husky) οι συμμαχικές δυνάμεις απέσπασαν τη Σικελία από τις δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας και της Ναζιστικής Γερμανίας. Η επιχείρηση άρχισε τη νύκτα μεταξύ 9ης και 10ης Ιουλίου 1943 και στρατηγικά πέτυχε όλους τους στόχους όπως είχαν προσχεδιαστεί: Εκδιώχθηκαν όλες οι δυνάμεις του Άξονα από το νησί και τα γεγονότα προκάλεσαν την πτώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Η επιχείρηση έληξε στις 17 Αυγούστου και με την επιτυχία της άνοιξε το δρόμο για τη συμμαχική εισβολή στην Ιταλία.
Το υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Επιχείρηση Πυρσός, όπως είχε ονομαστεί η συμμαχική απόβαση στη Βόρεια Αφρική, σημείωνε επιτυχία: Ήδη από τα τέλη του 1942 ήταν εμφανές ότι ο "Πυρσός" θα κατέληγε σε μεγάλη συμμαχική νίκη. Τους ηγέτες των Συμμάχων άρχισε να απασχολεί η επόμενη ημέρα: Τι έπρεπε να γίνει στη συνέχεια; Η Απόβαση της Νορμανδίας, επονομαζόμενη "Επιχείρηση Round-up"[1] ήταν σαφές ότι δεν είχε ακόμη δυνατότητα πραγματοποίησης. Από την άλλη πλευρά, ο Ιωσήφ Στάλιν δεν έπαυε να ζητά το άνοιγμα ενός δευτέρου μετώπου, ώστε να ανακουφιστεί η γερμανική πίεση στο ανατολικό μέτωπο.[2]
Εξετάζονταν, επίσης, τρόποι ώστε η Ιταλία να αποσυρθεί από τον Πόλεμο. Όλα αυτά τα ζητήματα εξετάστηκαν στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας τον Ιανουάριο του 1943, αν και οι Αμερικανοί ήταν κάπως διστακτικοί, καθώς η στρατιωτική ηγεσία ζητούσε να αυξηθεί η αμερικανική πίεση στο μέτωπο του Ειρηνικού[3] Είχε προηγηθεί μια διάσκεψη στην Ουάσινγκτον, το καλοκαίρι του 1942, στην οποία ο τότε Αρχηγός του Επιτελείου του αμερικανικού στρατού Τζορτζ Μάρσαλ είχε υποστηρίξει, ενώπιον του Προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ και του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστων Τσώρτσιλ ότι ο μόνος τρόπος επιτυχούς αντιμετώπισης των δυνάμεων του Άξονα ήταν μια αμφίβια αποβατική επιχείρηση στη δυτική Ευρώπη και, κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να γίνει καμία άλλη επιχείρηση η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση αυτού του στόχου λόγω διασποράς ανθρώπινου δυναμικού και υλικού. Ο Τσώρτσιλ αντέδρασε αστραπιαία: Σε ένα ιδιαίτερα οξύ υπόμνημα προς τον Αμερικανό Πρόεδρο, αντέκρουσε ευθέως τις θέσεις του Μάρσαλ, δηλώνοντας ότι η βρετανική πλευρά δεν είχε κανένα σχέδιο εισβολής στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο του 1942: Μήπως είχαν οι Αμερικανοί; Και αν ναι, ποιο ήταν αυτό; Αλλά αν δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο, τι θα έπρεπε να γίνει; Θα έπρεπε οι Σύμμαχοι να μείνουν αδρανείς στον Ατλαντικό, χωρίς να κάνουν τίποτα;[4] Φυσικά, οι Σύμμαχοι δεν παρέμειναν αδρανείς: Τον Νοέμβριο του 1942 οργανώθηκε και εκτελέστηκε η "Επιχείρηση Πυρσός". Ενώ διαφαινόταν η συμμαχική νίκη, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στην Καζαμπλάνκα, όπου ο Τσώρτσιλ πήρε μαζί του κυριολεκτικά ένα πλωτό αρχείο, προκειμένου να στηρίξει τις βρετανικές θέσεις.
Η αμερικανική πρόταση ήταν σχετικά συντηρητική: Οι αρχηγοί των τριών επιτελείων των αμερικανικών δυνάμεων πρότειναν πως, όταν εκδιώκονταν τελείως οι δυνάμεις του Άξονα από τη Βόρεια Αφρική, οι Σύμμαχοι μπορούσαν να εγκαταστήσουν εκεί βάσεις και να βομβαρδίζουν συνεχώς την Ιταλία, μέχρι να την αναγκάσουν να βγει από τον Πόλεμο. Εκεί, όμως, θα παρέμεναν μόνον οι απολύτως αναγκαίες δυνάμεις. Οι υπόλοιπες, μαζί με τις ενισχύσεις τους σε άνδρες και υλικό, θα συγκεντρώνονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να προετοιμαστεί η εισβολή στη δυτική Ευρώπη.
Διαμετρικά αντίθετη ήταν η θέση των Βρετανών. Κατά την άποψή τους η εισβολή στη δυτική Ευρώπη ήταν ακόμη αδύνατη, ο δε Τζων Σλέσσορ, μέλος του βρετανικού Επιτελείου, εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα εδραίωσης προγεφυρώματος στη δυτικοευρωπαϊκή ξηρά, πόσο μάλλον η αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της Βέρμαχτ: Έπρεπε πρώτα οι Σύμμαχοι να εξασφαλίσουν την από αέρος κυριαρχία. Την ίδια άποψη είχε εκφράσει και ο Στρατάρχης της Αεροπορίας Σερ Τσαρλς Πόρταλ σε διάσκεψη τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Κατά συνέπεια, η απόβαση στη δυτικοευρωπαϊκή ακτή έπρεπε να αναβληθεί τουλάχιστον για έναν ακόμη χρόνο.
Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις, η πρόταση στην οποία κατέληξαν οι αρχηγοί των επιτελείων ήταν να γίνει μια απόπειρα απόβασης στη νότια Ευρώπη. Στην Καζαμπλάνκα έφθασε, στις 15 Ιανουαρίου, και ο Αρχιστράτηγος των Συμμαχικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, προκειμένου να ενημερώσει τους ηγέτες για την πορεία της επιχείρησης στην Τυνησία. Ο στρατηγός έφθασε εκεί με την ψυχή στο στόμα, καθώς δύο από τους κινητήρες του Β-17 που τον μετέφερε σταμάτησαν εν πτήσει κι αυτός προσγειώθηκε με το αλεξίπτωτο στην πλάτη και ένα κτύπημα στο γόνατο από τους κραδασμούς.[4] Ο στρατηγός ευελπιστούσε ότι ύστερα από την επιτυχημένη εκστρατεία στη Βόρεια Αφρική, οι Σύμμαχοι θα αναλάμβαναν δράση στη Νότια Ευρώπη και πρότεινε επίθεση κατά της Κορσικής και της Σαρδηνίας. Τελικά πείσθηκε ότι η απόβαση έπρεπε να γίνει στη Σικελία, καθώς έτσι θα εξασφαλιζόταν πολύ περισσότερο η ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών στη Μεσόγειο. Η επιμονή των Βρετανών, η οποία τελικά υπερίσχυσε, για την απόβαση στη Σικελία μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω των από μακρού συμφερόντων της Βρετανίας από πολιτική και στρατιωτική άποψη στη Μεσόγειο.[5]
Προετοιμασία της εκστρατείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η στρατηγική θέση της νήσου ήταν αναμφισβήτητη: Αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης και φυσικό φράγμα για τη ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο. Το βασικό πρόβλημα ήταν το ανάγλυφό της: Τραχύ και απότομο, ήταν σχετικά εύκολο για τυχόν ισχυρές δυνάμεις να αποκρούσουν τη συμμαχική εισβολή, καθώς οι δυνάμεις αυτές δε θα ήταν εύκολο να αναπτυχθούν.
Στο σημείο αυτό οι Βρετανοί αποδείχτηκαν ιδιαίτερα επινοητικοί: Η λεγόμενη "Επιτροπή ΧΧ", κλάδος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας ΜΙ5 εκπόνησε και εκτέλεσε με απόλυτη επιτυχία ένα από τα μεγαλύτερα σχέδια παραπλάνησης του αντιπάλου, την "Επιχείρηση Κιμά".
Με το σχέδιο αυτό επιδιώχθηκε - και κατορθώθηκε - να πειστούν οι Γερμανοί ότι μια μικρή απόβαση θα γινόταν στη Σαρδηνία αλλά ο κύριος όγκος των Συμμαχικών δυνάμεων θα στρεφόταν στα παράλια της Ελλάδος και συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο, όπου θα εγκαθιστούσαν ναυτικές βάσεις στην περιοχή της Καλαμάτας και αεροπορικές στην περιοχή του Αράξου. Οι Γερμανοί έπεσαν στην παγίδα και διέσπειραν τις δυνάμεις τους: Με διαταγή του Χίτλερ δύο θωρακισμένες μεραρχίες μετακινήθηκαν από το Ανατολικό μέτωπο στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι τεράστιες προετοιμασίες που απαιτούσε η απόβαση στη Σικελία - και φυσικά δεν ήταν δυνατό να αποκρυβούν - δεν υπήρχε πλέον λόγος να γίνονται με μυστικότητα.[6]
Οι προετοιμασίες της εκστρατείας άρχισαν αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διάσκεψης στην Καζαμπλάνκα, καθώς η εισβολή, προγραμματισμένη για τις 10 Ιουλίου 1943, δεν άφηνε περιθώρια χρόνου. Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο Αϊζενχάουερ, ενώ στη 15η Ομάδα Στρατιών του Χάρολντ Αλεξάντερ υπάχθηκαν οι 7η Στρατιά του Τζωρτζ Πάττον και η 8η Στρατιά του Σερ Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Η συμμαχική στρατηγική διέκρινε τρία κύρια σημεία προκειμένου να καταστρώσει τα τελικά σχέδια: Την τοπογραφία του νησιού, τις αεροπορικές βάσεις του Άξονα και το μέγεθος της αντίστασης που θα συναντούσαν τα συμμαχικά στρατεύματα.
Η τοπογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σικελία έχει έκταση περίπου 10.000 τετρ. μίλια και το έδαφός της είναι τραχύ, προσφερόμενο για άμυνα. Με αρχικά χαμηλούς λόφους στη νότια και δυτική της ακτή, το έδαφος γίνεται ορεινό στα βόρεια και τα ανατολικά, με αποκορύφωμα το σχεδόν 3.000 μ. ύψους ηφαίστειο της Αίτνας. Στη βορειοανατολική πλευρά της βρίσκεται η Μεσσίνα, το κεντρικό σημείο επικοινωνίας μεταξύ του νησιού και της ηπειρωτικής Ιταλίας. Το λιμάνι της πόλης ορίστηκε σαν τελικός αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας, καθώς χωρίς αυτό οι δυνάμεις του Άξονα θα αποκόπτονταν από τις γραμμές ανεφοδιασμού τους. Ωστόσο, το έδαφος γύρω από τη Μεσσίνα είναι ιδιαίτερα τραχύ, με στενές παραλίες, ενώ η πόλη ήταν ισχυρά οχυρωμένη και σε τέτοια απόσταση από τις αφρικανικές ακτές που δύσκολα τα συμμαχικά αεροσκάφη θα μπορούσαν να παρέξουν αποτελεσματική αεροπορική κάλυψη. Έτσι, η Μεσσίνα ορίστηκε όχι ως αρχικός αλλά ως τελικός στόχος.[5]
Οι αεροπορικές βάσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι παραλίες με την καλύτερη πρόσβαση για αμφίβιες επιχειρήσεις βρίσκονταν στη νοτιοανατολική και δυτική ακτή. Προφανώς λόγω του ηπιότερου αναγλύφου, στις ίδιες περιοχές βρίσκονταν και τα άλλα μεγάλα λιμάνια της Σικελίας, η Κατάνη, το Παλέρμο, η Αουγκούστα και οι Συρακούσες και το ίδιο συνέβαινε με τα κυριότερα, περίπου τριάντα, αεροδρόμια του νησιού. Τόσο τα λιμάνια όσο και τα αεροδρόμια ήταν από τους βασικούς στόχους των επιτελών που κατέστρωσαν τα σχέδια: Τα μεν λιμάνια ήταν απαραίτητα για λόγους "logistics",[7] ενώ οι επιτελείς του Ναυτικού και της Αεροπορίας επιθυμούσαν την άμεση κατάληψη των αεροδρομίων προκειμένου να προστατευθεί ο στόλος από εναέριες επιθέσεις.
Αντίσταση και προτεινόμενο σχέδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συνύπαρξη κατάλληλων ακτών για την απόβαση, λιμένων και αεροδρομίων τόσο στη βορειοδυτική όσο και στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού οδήγησε στην αρχική απόφαση να πραγματοποιηθούν αποβάσεις ταυτόχρονα και στις δύο πλευρές. Η πρόταση αυτή τελικά απορρίφθηκε: Εκτός από τη διασπορά δυνάμεων, οι δύο αποβατικές αιχμές θα ήταν αδύνατο να παρέξουν υποστήριξη η μία στην άλλη. Ο Μοντγκόμερυ ήταν ολοσχερώς αμετακίνητος από την άποψη ότι οι συμμαχικές δυνάμεις όφειλαν να συγκεντρωθούν για να υπερνικήσουν την άγρια αντίσταση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων. Οι Γερμανοί είχαν προβάλει πείσμονα αντίσταση στη Βόρεια Αφρική και ο στρατηγός είχε την άποψη ότι και τα ιταλικά στρατεύματα θα επιδείκνυαν την ίδια αποφασιστικότητα, καθώς τώρα θα υπεραμύνονταν του εδάφους της πατρίδας τους. Το επιχείρημα του Μοντγκόμερυ έπεισε τον Αϊζενχάουερ ο οποίος επέλεξε τη συνετότερη λύση της συγκέντρωσης των συμμαχικών δυνάμεων μόνο στη νοτιοανατολική πλευρά της Σικελίας[5]
Το τελικό σχέδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με το σχέδιο που τελικά επιλέχτηκε, οκτώ μεραρχίες θα αποβιβάζονταν σε μέτωπο 160 περίπου χιλιομέτρων στη νοτιοδυτική Σικελία, ενώ δύο αερομεταφερόμενες μεραρχίες θα προσεδαφίζονταν πίσω από τις δυνάμεις του Άξονα. Η 8η Βρετανική Στρατιά θα παρείχε τις τέσσερις από αυτές, καθώς και μια ανεξάρτητη ταξιαρχία και μια μονάδα κομάντος. Οι δυνάμεις αυτές θα επιχειρούσαν κατά μήκος μετώπου περίπου 50 χιλιομέτρων, εκκινώντας από τη χερσόνησο Πακίνο (Pachino) και κινούμενες προς τα βόρεια μέχρις ενός σημείου λίγο νοτιότερα από το λιμάνι των Συρακουσών. Στρατεύματα μεταφερόμενα με ανεμόπτερα θα ενίσχυαν τις αποβατικές δυνάμεις στην κατάληψη της πόλης και του λιμένα της. Προς τα δυτικά, η 7η Στρατιά του Πάττον θα αποβίβαζε τρεις μεραρχίες σε ένα ακόμη ευρύτερο μέτωπο, στον κόλπο της Γέλας. Η απόβαση θα υποστηριζόταν από αλεξιπτωτιστές της 505ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και το 3ο Σύνταγμα της 504ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών.
Αφού αποβιβαζόταν, η 8η Στρατιά θα προωθείτο βόρεια, καταλαμβάνοντας την Αουγκούστα, την Κατάνη και το σύμπλεγμα αεροδρομίων του Γκερμπίνι (Gerbini) πριν αποπειραθεί την τελική έφοδο προς τη Μεσσίνα. Αρχικός αντικειμενικός στόχος της 7ης Στρατιάς ήταν μερικά αεροδρόμια μεταξύ της Λικάτα και του Κομίζο και, ύστερα από την κατάληψή τους, θα προωθείτο σε μια θέση περίπου 30 χλμ. από την ακτή η οποία είχε επονομαστεί "Κίτρινη Γραμμή" (Yellow Line). Από εκεί θα ήταν δυνατό να ελέγξει τους ορεινούς όγκους που περιέβαλαν τις παραλίες της αμερικανικής απόβασης και να προστατεύσει τη δυτική πτέρυγα της 8ης Στρατιάς. Εφόσον οι αντικειμενικοί στόχοι επιτυγχάνονταν, η 7η Στρατιά προβλεπόταν να μετακινηθεί λίγο περισσότερο, στη θέση που είχε επονομαστεί "Μπλε Γραμμή" (Blue Line) από την οποία θα ήταν σε θέση να ελέγξει το οδικό δίκτυο που προερχόταν από την Πιάτσα Αρμερίνα (Piazza Armerina).
Στις αποβατικές επιχειρήσεις αποφασίστηκε να συμμετάσχει, επίσης, και μια καναδική δύναμη, αποτελούμενη από την 1η καναδική μεραρχία πεζικού και την 1η καναδική ταξιαρχία αρμάτων, με διοικητή τον υποστράτηγο Γκάι Σίμοντς (Guy Simonds). Λόγω του απειροπόλεμου των στρατιωτών της και της αδυναμίας γρήγορου εγκλιματισμού τους στο μεσογειακό καλοκαίρι, αλλά και λόγω της έλλειψης μεταφορικών μέσων, η πορεία των καναδικών δυνάμεων ανεστάλη λίγες ημέρες μετά την απόβαση, ώστε οι άνδρες να αναπαυθούν.
Η απόβαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Παντελλερία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρωταρχικός στόχος του Αϊζενχάουερ ήταν η εξουδετέρωση της Παντελλερίας. Πρόκειται για μικρό ηφαιστειογενές νησί με έκταση μόνο 83 τετρ. χλμ., που βρίσκεται σε απόσταση 53 μιλίων νοτιοανατολικά του Καπ Μπον (Cap Bon) της Τυνησίας και 63 μίλια νοτιοδυτικά της Σικελίας. Η ιταλική διοίκηση είχε απαγορεύσει την πρόσβαση ξένων από το 1926 και είχε κατασκευάσει οχυρωματικά έργα και μερικά αεροδρόμια. Η δύναμη της φρουράς ανερχόταν σε περίπου 10.000 άτομα και διέθετε, επιπλέον, εξοπλισμό ραδιοβοηθημάτων (radio direction finder, RDF). Αποτελούσε εν δυνάμει ισχυρή απειλή κατά του συμμαχικού αποβατικού στόλου, ενώ διέθετε μόνο μια ακτή κατάλληλη για απόβαση στο βορειοδυτικό της άκρο. Το έδαφος είναι ορεινό ενώ στη βόρεια πλευρά της υπήρχε αεροδρόμιο ικανό για αποπροσγειώσεις τετρακινητήριων βομβαρδιστικών, με υπόστεγο μήκους 350 μέτρων, στο οποίο, μεταξύ άλλων, στεγαζόταν μια ηλεκτρογεννήτρια, δεξαμενή παροχής νερού και εγκαταστάσεις επισκευών αεροσκαφών. Επιπλέον, στο νησί μπορούσαν να σταθμεύουν περισσότερα από 80 αεροσκάφη, ενώ υπήρχαν εγκατεστημένα σε διάφορα σημεία περισσότερα από 100 πυροβόλα. Ακόμη κι αν τα αεροσκάφη της Παντελλερίας δεν επιτίθονταν αλλά απλά κατέγραφαν τις συμμαχικές κινήσεις, ήταν δυνατό να αναμένονται δυσάρεστες εκπλήξεις για τους επιτιθέμενους. Ο Αϊζενχάουερ αποφάσισε ότι χωρίς να έχει καταληφθεί η Παντελλερία, η απόβαση στη Σικελία ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε ως πρώτη ενέργεια των επιτιθεμένων την εξουδετέρωσή της. Εναντίον της στάλθηκε ολόκληρη η δύναμη της "NASAF" (Northwest African Strategic Air Force, Στρατηγική Αεροπορική Δύναμη της Βορειοδυτικής Αφρικής), εξαιρουμένων δύο σμηνών της RAF με αεροσκάφη Wellington. Συνολικά θα συμμετείχαν σε αυτήν κάτι λιγότερο από 1.000 αεροσκάφη.[4]
Η επιχείρηση κατά της Παντελλερίας, με το κωδικό όνομα "Operation Corkscrew" (Επιχείρηση ανοιχτήρι φελλών) άρχισε στις 18 Μαΐου 1943 με παράλληλο ναυτικό αποκλεισμό. Μέχρι το τέλος του μήνα το νησί είχε αποκοπεί από τις γραμμές αποστολής εφοδίων και ενισχύσεων. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί εξουδετέρωσαν τις υποδομές ενώ μέσα σε δύο εβδομάδες όλα τα αεροσκάφη που βρίσκονταν στο νησί ήταν αδύνατο να πετάξουν ή να υποστούν οποιαδήποτε επισκευή, ενώ οι αμυνόμενοι είχαν ήδη χάσει 60 αεροσκάφη. Στις 8 Ιουνίου το Βρετανικό Ναυτικό άρχισε συστηματικό βομβαρδισμό του λιμανιού (Porto di Pantelleria). Τη νύκτα της 10ης προς 11η Ιουνίου εξουδετερώθηκαν όλα τα πυροβόλα στο νησί. Στις 10:30΄ π.μ. της 11ης Ιουνίου ξεκίνησαν τα αποβατικά σκάφη και, παρά τις προσπάθειες της Γερμανικής αεροπορίας να τα ανακόψουν, με την αποστολή μεγάλων σχηματισμών αεροσκαφών, μισή ώρα αργότερα άρχισε ο βομβαρδισμός των ακτών του νησιού από τις ναυτικές δυνάμεις. Τα αποβατικά έφθασαν στην ακτή και αποβίβασαν την 1η βρετανική μεραρχία πεζικού. Έξι ώρες αργότερα οι δυνάμεις στο νησί, με επικεφαλής τον στρατιωτικό διοικητή του νησιού Υποναύαρχο Τζίνο Παβέζι (Gino Pavesi) παραδόθηκαν.[8] Χρειάστηκαν μερικές ακόμη ημέρες για να καταληφθούν και όλα τα περιβάλλοντα μικρά νησιά, μεταξύ των οποίων η Λαμπεντούζα (Lampedusa) και η Λινόζα (Linosa). Έχει πλέον εκλείψει ο κίνδυνος από αυτή την πλευρά.
Πριν την επιχείρηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με ορμητήριο τα αεροδρόμια της Βόρειας Αφρικής, οι συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις εξαπολύουν σφοδρούς βομβαρδισμούς εναντίον των στρατηγικών αεροδρομίων στη Σικελία και στη Σαρδηνία, ενώ παράλληλα επιτίθενται εναντίον βιομηχανικών στόχων στην περιοχή της Νάπολι και στο λιμάνι της. Βομβαρδίζονται επίσης τα λιμάνια της Μεσσήνης, του Παλέρμο και του Κάλιαρι στη Σαρδηνία. Ο στόχος είναι διπλός: Εξουδετέρωση των αντίπαλων δυνάμεων αλλά και τέτοια διασπορά ώστε να μη γίνεται αντιληπτός ο αντικειμενικός στόχος. Βομβαρδισμοί γίνονται επίσης τόσο στη βόρεια Ιταλία (από αεροσκάφη με ορμητήριο τη Βρετανία) όσο και στην Ελλάδα (με ορμητήριο τα αεροδρόμια της Μέσης Ανατολής), αποπροσανατολίζοντας έτσι τις αντίπαλες δυνάμεις. Από τις αρχές Ιουλίου οι επιχειρήσεις γίνονται περισσότερο στοχευμένες προς τα αεροδρόμια της Σικελίας και, μέχρι τις 10 Ιουλίου, προγραμματισμένη ημερομηνία της απόβασης, μόνο δύο αεροδρόμια έχουν ακόμη δυνατότητα εξυπηρέτησης αεροσκαφών, ενώ τα περισσότερα αεροσκάφη του Άξονα έχουν εγκαταλείψει το νησί.[9]
Οι δυνάμεις του Άξονα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την άμυνα της Σικελίας έχει αναλάβει ο στρατηγός Αλφρέντο Γκουτσόνι (Alfredo Guzzoni), ο οποίος διαθέτει περίπου 200.000 - 300.000 Ιταλούς και 30.000 Γερμανούς[5] Οι παράκτιες δυνάμεις ανέρχονται σε έξι μεραρχίες "άθλια εξοπλισμένες" και απλωμένες σε μέτωπο 100 χλμ. Τέσσερις μεραρχίες άμεσης επέμβασης δεν διαθέτουν παρά μόνο μερικά παλαιά γαλλικά άρματα - λεία πολέμου και παραχωρημένα από τους Γερμανούς στη μεραρχία "Λιβόρνο". Από την άλλη, οι Γερμανοί διαθέτουν δύο μεραρχίες, από τις οποίες η μεν 60ή Αρμάτων διαθέτει μόνο 46 ελαφρά άρματα και η Μεραρχία Χέρμαν Γκέρινγκ 90, από τα οποία όμως 17 είναι τύπου Tiger, αλλά διαθέτει μόνο 2 τάγματα πεζικού. Επιπλέον, ο Γκουτσόνι είναι μόνο κατ' όνομα διοικητής των γερμανικών μονάδων, καθώς αυτές δέχονται διαταγές απευθείας από το Στρατάρχη Άλμπερτ Κέσσελρινγκ, στον οποίο έχει ανατεθεί η άμυνα της Ιταλίας από γερμανικής πλευράς. Η διοίκηση των γερμανικών μονάδων στην πραγματικότητα ασκείται από τον υφιστάμενο του Κέσσελρινγκ και σύνδεσμό του υποστράτηγο Φριντολίν φον Ζένγκερ ουντ Έττερλιν (Fridolin von Senger und Etterlin)[2] Ο Μουσολίνι είχε εκμυστηρευτεί στον Γερμανό στρατάρχη, στη συνάντησή τους τον Μάιο του 1943, ότι θεωρούσε περισσότερο πιθανή μια απόβαση των Συμμάχων στη Νότια Γαλλία, για να αλλάξει γνώμη και να δώσει μια διάλεξη στο Ναύαρχο Καρλ Ντένιτς στις 13 Μαΐου σχετικά με την υπεράσπιση της Σικελίας και της Σαρδηνίας, θεωρώντας μάλιστα πιθανότερη μια απόβαση στη Σικελία. Αντίθετα, οι στρατηγοί της ιταλικής ανώτατης διοίκησης θεωρούσαν πιθανότερο τόπο απόβασης τη Σαρδηνία, με κυριότερο τον αποσυρθέντα γηραιό στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο (Pietro Badoglio), τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως σύμβουλο. Η βασική όμως απογύμνωση της άμυνας του νησιού προήλθε από τον ίδιο τον Χίτλερ: Πέφτοντας στην παγίδα της εξαπάτησης από την "Επιχείρηση Κιμάς" έστειλε ισχυρές δυνάμεις στην Ελλάδα.
Τις παραμονές της απόβασης οι δυνάμεις του Άξονα εμφανίζουν την εξής κατανομή: Το Ιταλικό σώμα της Δύσης σταθμεύει κοντά στο Παλέρμο, το Ανατολικό κοντά στις Συρακούσες, η 4η Μεραρχία "Λιβόρνο" κοντά στη Λικάτα και η Μεραρχία αρμάτων Χέρμαν Γκέρινγκ στα υψώματα πίσω από τη Γέλα. Το βασικό τμήμα της 15ης Μεραρχίας Πάντσερ Γρεναδιέρων βρίσκεται στα δυτικά.
Στις 26 Ιουνίου οι Γκουτζόνι και Κέσσελρινγκ είχαν μια τελευταία συνάντηση. Σε αυτήν ο Γερμανός αναπτύσσει το αμυντικό δόγμα του στον Ιταλό: Τα στατικά στρατεύματα πρέπει να αμυνθούν επί τόπου, ενώ οι ταχυμεταφερόμενες μονάδες έπρεπε να επιτεθούν αμέσως μόλις εκδηλωνόταν η απόβαση. Οι γερμανικές μονάδες θα ακολουθούσαν την αντεπίθεση για να την ολοκληρώσουν. Η άποψη του Κέσσελρινγκ ήταν ότι οι Σύμμαχοι θα αποβιβάζονταν σε πολλές διαφορετικές ακτές ταυτόχρονα. Έπρεπε λοιπόν να επέμβουν πριν προλάβουν οι αποβιβαζόμενες μονάδες να συνενωθούν και να αλληλοκαλυφθούν. Τις ημέρες που προηγούνται της απόβασης ο Γκουτσόνι λαμβάνει μηνύματα που τον πληροφορούν για τις συμμαχικές κινήσεις. Στις 9 Ιουλίου το βράδυ δίνει εντολή κόκκινου συναγερμού σε όλες τις μονάδες. Δίνει, επίσης, εντολές υπονόμευσης των σημαντικών λιμένων.[10]
Οι πρώτες αποβάσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αερομεταφερόμενες μονάδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ελάχιστα λεπτά μετά τα μεσάνυκτα της 9ης Ιουλίου άρχισαν να εκτελούνται οι πρώτες αεραποβάσεις Αμερικανών και Βρετανών. Οι αμερικανικές δυνάμεις περιλάμβαναν το 505ο Σύνταγμα της 82ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και έπεσαν στα ανατολικά του Πόντε Ολίβο 8 χλμ. από την ακτή της Γέλας. Εδώ σημειώνεται ένα σημαντικό σφάλμα απειρίας: Ένα ανυπόμονο συμμαχικό σκάφος αρχίζει να βάλει κατά του σχηματισμού, παρασύροντας και άλλα, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την κατάρριψη φίλιων αεροσκαφών και την απομάκρυνση των αλεξιπτωτιστών που επρόκειτο να πέσουν από τα πεδία προσεδάφισής τους. Είκοσι τρία αεροσκάφη από τα συνολικά 144 μεταγωγικά αλεξιπτωτιστών καταρρίφθηκαν ενώ οι αλεξιπτωτιστές είχαν 318 νεκρούς και τραυματίες από τα φίλια πυρά. Αντίθετα, οι Βρετανοί έρριψαν τους ανιχνευτές του 21ου Ανεξάρτητου λόχου αλεξιπτωτιστών για να σημαδέψουν τη γέφυρα "Ponte Grande" του ποταμού Anape νότια των Συρακουσών. Η διμοιρία των ανιχνευτών κράτησε τη γέφυρα αντέχοντας σε όλες τις αντεπιθέσεις. Ο ήχος της μάχης έφθασε μέχρι τη βάση του ιταλικού 75ου Συντάγματος Πεζικού της Μεραρχίας "Νάπολι" που κατέφθασε με μερικά πυροβόλα και ανάγκασε τους Βρετανούς να παραδοθούν, ελάχιστο χρόνο πριν την άφιξη της 5ης Μεραρχίας Πεζικού που είχε αποβιβαστεί στην ακτή 11 χλμ. νοτιότερα.
Η βρετανική 1η αερομεταφερόμενη ταξιαρχία επρόκειτο να προσεδαφιστεί με ανεμόπτερα τύπου "Horsa" σε άλλες ζώνες του εσωτερικού, αλλά οι άνεμοι δεν βοήθησαν καθόλου: Έπνεαν με ταχύτητα 70 km/h με συνέπεια να εκτρέψουν τα ανεμόπτερα, ενώ οι Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές διεσπάρησαν μεταξύ Γέλας και Συρακουσών. Η συγκέντρωσή τους χρειάστηκε τέσσερις ημέρες, ενώ οι Βρετανοί δεν ήταν πιο τυχεροί: 12 από τα 147 ανεμόπτερα προσγειώθηκαν στις ζώνες - στόχους, ενώ 69 κατέπεσαν στη θάλασσα. Όσες όμως αερομεταφερόμενες μονάδες κατάφεραν να προσγειωθούν και να συγκεντρωθούν άρχισαν αμέσως δράση, επιτιθέμενες σε περιπόλους και διασπείροντας σύγχυση και πανικό στα εχθρικά μετόπισθεν.[11] Εν τούτοις, δε θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει "μεγάλη επιτυχία" την επιχείρηση αεραπόβασης.
Αμφίβιες μονάδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη νύκτα της 9ης προς 10η Ιουλίου η αρμάδα του Συμμαχικού στόλου προσεγγίζει τις ακτές όπου θα γίνει η απόβαση. Ο καιρός δεν βοηθά ιδιαίτερα, καθώς πνέουν ισχυροί άνεμοι και η θάλασσα είναι ταραγμένη. Για τους άνδρες των αποβατικών δυνάμεων, οι περισσότεροι των οποίων δεν έχουν πολεμική εμπειρία, αυτό αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο. Από την άλλη, βοηθά στον εφησυχασμό των αμυνομένων, οι οποίοι δεν υποπτεύονται ότι με τέτοιο καιρό μπορεί να επιχειρηθεί απόβαση. Οι συνθήκες είναι περισσότερο άσχημες στον αμερικανικό τομέα και περισσότερο ευνοϊκές στον βρετανικό.[2] Μολονότι οι Σύμμαχοι ανησυχούν, το σχέδιο εκτελείται. Σε είκοσι έξι παραλίες της Σικελίας αποβιβάζονται, τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Ιουλίου, οι προσχεδιασμένες δυνάμεις (οι Αμερικανοί στα δυτικά, οι Βρετανοί με τους Καναδούς στα ανατολικά) σε συνολικό μέτωπο 170 χιλιομέτρων. Η έκταση αυτή καθιστούσε την επιχείρηση τη μεγαλύτερη αποβατική επιχείρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τόσο σε έκταση όσο και σε δυνάμεις που αποβιβάστηκαν με την πρώτη ημέρα. Από την άλλη και παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις του Μουσολίνι ("Αν ο εχθρός αποβιβαστεί στην Ιταλία, θα εξοντωθεί ως τον τελευταίο άνδρα στη γραμμή της άμμου, εκεί όπου τελειώνει η θάλασσα και αρχίζει η ξηρά. Αν καταλάβει μερικές σπιθαμές γης στην πατρίδα μας, θα βρίσκεται εκεί σε θέση οριζόντια, όχι κάθετη και για πάντα.")[2], η ιταλική διοίκηση δεν έχει προβλέψει τη διεξαγωγή μαχών στις παραλίες.
Η μάχη γενικεύεται
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένες από τις μονάδες απόβασης συνάντησαν ισχυρή αντίσταση, άλλες σχεδόν καμία. Οι μονάδες που αποβιβάστηκαν κοντά στο Σκολίτι (Scoglitti) πρακτικά δε συνάντησαν αντίσταση, η 1η Μεραρχία Πεζικού συνάντησε αρχικά σφοδρή αντίσταση στα περισσότερα σημεία που αποβιβάστηκε. Η 3η Μεραρχία συνάντησε μόνο σποραδική αντίσταση. Έτσι, σε λιγότερες από δύο ημέρες, η 15η Ομάδα στρατιών έχει καταφέρει να αποβιβάσει 80.000 άνδρες, 7.000 οχήματα, 300 άρματα και 900 πυροβόλα, μαζί με επαρκείς ποσότητες εφοδίων για τη συντήρηση ανδρών και οπλισμού.[4]
Στις 11 Ιουλίου επεμβαίνουν, καθυστερημένα λόγω του δύσβατου της περιοχής, οι Γερμανοί. Εμφανίζονται τα πρώτα άρματα τύπου "Τίγρης" και προκαλούν πανικό στους επιτιθέμενους Αμερικανούς, καθώς αυτοί δεν διαθέτουν τα μέσα για να τα αντιμετωπίσουν. Κάποιες μικρές ομάδες ξαναμπαίνουν στα αποβατικά, έτοιμες να εγκαταλείψουν τη μάχη. Την κατάσταση σώζει το πυροβολικό του καταδρομικού USS Savannah, που αρχίζει να βάλει εναντίον των αρμάτων. Το μιμούνται σύντομα το καταδρομικό USS Boise και τα αντιτορπιλικά USS Jeffers, USS Butler, USS Glennon, τα οποία καταστρέφουν κάπου 10 άρματα και προκαλούν την αποχώρηση των υπόλοιπων. Σχεδόν ταυτόχρονα διαλύεται και η πρωινή ομίχλη, η οποία παρεμπόδιζε τις πτήσεις των συμμαχικών αεροσκαφών.[2] Ύστερα από αυτή την αποτυχία, οι γερμανικές δυνάμεις αποσύρονται στο εσωτερικό του νησιού.
Στις 15 του μήνα η γραμμή της παραλίας μεταξύ των κωμοπόλεων Εμπέντοκλε και Αουγκούστα είναι υπό πλήρη συμμαχική κυριαρχία. Οι αντεπιθέσεις δε λείπουν αλλά αντιμετωπίζονται σχετικά εύκολα, καθώς η υπεροπλία των Συμμάχων είναι εμφανής. Ωστόσο, αν οι γερμανικές δυνάμεις αποσύρονται από τα μέτωπα της 7ης Αμερικανικής Στρατιάς, παρατάσσονται απέναντι στην 8η Βρετανική: Δύο θωρακισμένες μεραρχίες, η Χέρμαν Γκέρινγκ και η 15η, ενισχυμένες με δύο συντάγματα από την 1η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών (1. Fallschirmjäger Division) στις 20 Ιουλίου καταφέρνουν να ανακόψουν την προέλαση της 8ης Στρατιάς, καθηλώνοντάς τη μέχρι τις 4 Αυγούστου.[4]
Η αμερικανική στρατιά, όμως, προελαύνει ταχύτατα: Στις 20 Ιουλίου καταλαμβάνεται η Έννα, στις 21 υπερφαλαγγίζει τον Ακράγαντα, και στις 22 ο Πάττον μπαίνει, επικεφαλής μιας πομπής οχημάτων, στο Παλέρμο. Το δυτικό τμήμα της Σικελίας καταλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από την 82η αερομεταφερόμενη μεραρχία και οι Αμερικανοί εισέρχονται στο ναύσταθμο του Τράπανι. Η μόνη περιοχή που εξακολουθεί να είναι κάτω από την κυριαρχία των γερμανοϊταλικών δυνάμεων είναι η βορειοανατολική γωνία του νησιού, στην οποία δεσπόζει το ηφαίστειο της Αίτνας.
Ο Χίτλερ στέλνει στη Σικελία τον μονόχειρα στρατηγό Χανς-Βάλεντιν Χούμπε (Hans-Valentin Hube), ο οποίος έχει διαταγές "να υπερασπίσει τη Σικελία σπιθαμή προς σπιθαμή". Η σκέψη εγκατάλειψης του νησιού αντιμετωπίζεται από την OKW, αλλά ο Ναύαρχος Ντένιτς είναι κατηγορηματικά αντίθετος στην εγκατάλειψη ενός από τα πλέον στρατηγικά, για τη ναυσιπλοΐα, σημεία της Μεσογείου. Η Μεσσήνη είναι ακόμη υπό την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα και οι Σύμμαχοι εξαπολύουν επίθεση από τρεις κατευθύνσεις στις 3 Αυγούστου. Οι μάχες είναι σκληρές, διεξάγονται σε τραχύ, ξηρό και ορεινό έδαφος υπό θερμοκρασία 40 βαθμών. Οι αμυνόμενοι μάχονται αποφασιστικά, αλλά η από αέρος συμμαχική υπεροχή είναι συντριπτική και δεν τους αφήνει καμία ελπίδα. Στις 6 Αυγούστου η 8η βρετανική στρατιά προελαύνει από την Κατάνη και φθάνει στην Ταορμίνα στις 14 Αυγούστου. Οι Αμερικανοί στο μεταξύ καταλαμβάνουν την περιοχή των κωμοπόλεων Τροΐνα, Νικόσια και Ραντάτσο. Η Μεσσήνη είναι πλέον αποκλεισμένη από ξηρά και αέρα. Επικοινωνεί μόνο δια θαλάσσης με την ηπειρωτική Ιταλία, αλλά τα συμμαχικά αεροσκάφη έχουν ήδη βυθίσει τρία από τα τέσσερα πορθμεία της γραμμής. Δεν απομένει τίποτε άλλο στους Γκουτσόνι και Χούμπε από το να εκκενώσουν τη Σικελία. Η εκκένωση αυτή αρχίζει από τις 9 Αυγούστου: Κάθε νύχτα κάθε είδους διαθέσιμο πλωτό μέσο διασχίζει το στενό της Μεσσήνης μεταφέροντας άνδρες, οπλισμό και οχήματα στην Καλαβρία. Στις 17 του μήνα ο Πάττον εισέρχεται επιτέλους στη Μεσσήνη αλλά είναι πλέον αργά: 40.000 Γερμανοί και 62.000 Ιταλοί στρατιώτες έχουν περαιωθεί στην Καλαβρία με μικρές απώλειες.[2] Η αποχώρηση των δυνάμεων αυτών χαρακτηρίζεται ως σημαντικό συμμαχικό σφάλμα, μια χαμένη ευκαιρία να στερήσουν ένα στρατό 100.000 ανδρών από τις δυνάμεις του Άξονα, οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν (κυρίως οι Γερμανοί) σημαντική αιμορραγία σε έμψυχο υλικό.
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από τις καθαρά στρατιωτικές - τακτικές συνέπειες, η κατάληψη της Σικελίας επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία: Στις 24 Ιουλίου 1943, ύστερα από τρία χρόνια απραξίας, συνήλθε το Μέγα Φασιστικό Συμβούλιο (ιταλ. Gran Consiglio del Fascismo), το οποίο, ύστερα από ολονύκτια συνεδρίαση και ψήφισμα που υπέβαλε προς έγκριση ο Ντίνο Γκράντι (Dino Grandi) οδήγησε στην πτώση και σύλληψη του Μπενίτο Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου. Τον αντικατέστησε ο Στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο. Η κατάρρευση του Μουσολινικού καθεστώτος επέφερε σημαντικές μεταβολές στην ευρωπαϊκό χάρτη της εποχής: Η Ιταλία αργότερα ζήτησε συνθηκολόγηση, με αποτέλεσμα να καταληφθεί από τους Γερμανούς. Αυτοί αντιμετώπισαν τις συμμαχικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στην Ιταλία.
Οι στρατιωτικές συνέπειες ήταν, επίσης, σημαντικές: Η ναυσιπλοΐα έγινε πολύ πιο ελεύθερη στη Μεσόγειο για το Συμμαχικό στόλο (όπως σωστά είχε επισημάνει ο Ναύαρχος Ντένιτς) ενώ οι Σύμμαχοι διέθεταν πλέον το κατάλληλο εφαλτήριο για απόβαση στην Ιταλία, εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Round-up στη γλώσσα των κάου-μπόις ονομαζόταν η συγκέντρωση των γελαδιών σε κοπάδι
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Β', Πάπυρος, Αθήνα, 1964
- ↑ Combined Operations
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 «Thomas E. Nutter Operation Husky: The Allied Invasion of Sicily, 1943 στο Military History Online». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2011.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 U.S. Army Center of Military History
- ↑ Denis Smyth, Deathly Deception: The Real Story of Operation Mincemeat, Oxford University Press, 2010
- ↑ Όρος που πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά τον Πόλεμο και αναφερόταν στην αποθήκευση και διανομή εφοδίων στις μαχόμενες μονάδες
- ↑ Victor C. Tannehil, Blitzkrieg on Pantelleria στο "320th Bomb Group"
- ↑ Brigadier C. J. C. Molony, Captain F.C. Flynn (R.N.), Major-General H. L. Davies, Group Captain Gleave T.P., (2004). Butler, Sir James. ed. The Mediterranean and Middle East, Volume V: The Campaign in Sicily 1943 and The Campaign in Italy 3 September 1943 to 31 March 1944. History of the Second World War, United Kingdom Military Series, Uckfield, UK, Naval & Military Press ISBN 1-84574-069-6
- ↑ Samuel W. Mitcham, Friedrich von Stauffenberg, The Battle of Sicily: How the Allies Lost Their Chance for Total Victory, Stackpole Books, 2007
- ↑ Edwin Palmer Hoyt, Backwater War: The Allied Campaign in Italy, 1943-45, Stackpole Books, 2007
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Edwin Palmer Hoyt, Backwater War: The Allied Campaign in Italy, 1943-45, Stackpole Books, 2007
- Brigadier C. J. C. Molony, Captain F.C. Flynn (R.N.), Major-General H. L. Davies, Group Captain Gleave T.P., (2004). Butler, Sir James. ed. The Mediterranean and Middle East, Volume V: The Campaign in Sicily 1943 and The Campaign in Italy 3 September 1943 to 31 March 1944. History of the Second World War, United Kingdom Military Series, Uckfield, UK, Naval & Military Press ISBN 1-84574-069-6
- Samuel W. Mitcham,Friedrich Von Stauffenberg, The Battle of Sicily: How the Allies Lost Their Chance for Total Victory, Stackpole Books, 2007
- Albert N. Garland and Howard McGaw Smyth, Sicily and the Surrender of Italy, Center of Military History, United States Army, 1993
- Carlo D'Este, Bitter Victory, The Battle for Sicily, 1943, Aurum Press, Limited, 2008
- C. J. C. Molony, T. P. Gleave The Mediterranean and Middle East, vol. 5, Her Majesty's Stationery Office, 1986