Διάβολος της Τασμανίας
Διάβολος της Τασμανίας[1] | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενικός διάβολος της Τασμανίας.
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Sarcophilus harrisii (Σαρκόφιλος του Χάρις) (Boitard, 1841) | ||||||||||||||||
Ο διάβολος της Τασμανίας (Sarcophilus harrisii, Σαρκόφιλος του Χάρις), γνωστός και ως δαίμονας της Τασμανίας και σαρκόφιλος, είναι σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που πλέον συναντάται μόνο στη νησιωτική πολιτεία της Αυστραλίας Τασμανία.
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μόνο επιζών μέλος του γένους Σαρκόφιλος (Sarcophilus). Έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι κοντόχοντρο και μυώδες. Μετά την εξαφάνιση του θυλακίνου (Thylacinus cynocephalus), το 1936, είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο. Χαρακτηρίζεται από τη μαύρη γούνα του, την έντονη οσμή όταν αγχώνεται, την εξαιρετικά δυνατή και ενοχλητική κραυγή του και την αγριότητά του όταν τρώει. Τρέφεται από το κυνήγι αλλά και από θνησιμαία, ενώ, παρόλο που είναι εν γένει μοναχικό ζώο, μερικές φορές τρώει σε ομάδες.
Ο διάβολος της Τασμανίας εξαφανίστηκε από την ηπειρωτική Αυστραλία τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν,[3] πολύ πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό το 1788. Επειδή θεωρούνταν απειλή για την κτηνοτροφία στην Τασμανία, οι διάβολοι κυνηγιόνταν μέχρι το 1941, οπότε και προστατεύθηκαν επίσημα.
Από τα τέλη του 1990 η ασθένεια όγκων προσώπου έχει μειώσει σημαντικά τον πληθυσμό των δαιμόνων και πλέον απειλεί το είδος με εξαφάνιση, το οποίο από τον Μάιο του 2009 κηρύχθηκε απειλούμενο είδος. Έχουν αναληφθεί προγράμματα από την Κυβέρνηση της Τασμανίας ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις της ασθένειας.
Ταξινομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο φυσιοδίφης Τζορτζ Χάρις έγραψε την πρώτη δημοσιευμένη περιγραφή του διάβολου της Τασμανίας το 1807, ονομάζοντάς τον Didelphis ursina.[4] Το 1838 ο διάβολος μετονομάστηκε σε Dasyurus laniarius από τον Ρίτσαρντ Όουεν, πριν τοποθετηθεί στο γένος Sarcophilus το 1841 και ονομαστεί προ τιμήν του Χάρις Sarcophilus harrisii από τον Pierre Boitard. Μια μεταγενέστερη αναθεώρηση της ταξινομίας του διάβολου δημοσιεύτηκε το 1987, επιχειρώντας να αλλάξει το όνομα του είδους σε Sarcophilus laniarius με βάση απολιθώματα λίγων ζώων που βρέθηκαν στην ηπειρωτική Αυστραλία.[5] Ωστόσο αυτό δεν έγινε ευρέως δεκτό από την επιστημονική κοινότητα, το όνομα S. harrisii διατηρήθηκε και το S. laniarius αποδόθηκε σε ένα απολίθωμα.[1]
Φυλογενετική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο διάβολος της Τασμανίας (Sarcophilus harrisii) ανήκει στην οικογένεια των Δασυουριδών (Dasyuridae). Το γένος Sarcophilus περιλαμβάνει ακόμα δύο είδη τα οποία είναι γνωστά μόνο από απολιθώματα του πλειστόκαινου, το S. laniarius και το S. moomaensis. Οι σχέσεις μεταξύ των τριών ειδών δεν είναι ξεκάθαρες. Η φυλογενετική ανάλυση δείχνει ότι έχει στενότερη συγγένεια με τα είδη της οικογένειας Δασύουρος, και πιο μακρινή με τον εξαφανισμένο θυλακίνο (γνωστό και ως τίγρη της Τασμανίας).[6]
Φυσική περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μεγαλύτερο επιζών σαρκοφάγο μαρσιποφόρο της Αυστραλίας. Έχει στιβαρή κατασκευή με μεγάλο κεφάλι και ουρά με μήκος περίπου το μισό του σώματός του. Τα μπροστινά του πόδια είναι ελαφρώς μακρύτερα από τα πίσω, πράγμα ασυνήθιστο για μαρσιποφόρο. Μπορεί να τρέξει με ταχύτητα 13 χιλιόμετρα την ώρα για κοντινές αποστάσεις. Η γούνα του έχει συνήθως μαύρο χρώμα, ενώ συχνά έχει ακανόνιστα λευκά τμήματα στο στήθος. Τα αρσενικά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα θηλυκά με μέσο μήκος σώματος, μαζί με το κεφάλι, 652 χιλιοστά, μήκος ουράς 258 χιλιοστά και μέσο βάρος 8 χιλιόγραμμα. Τα θηλυκά έχουν αντίστοιχα μέσο μήκος σώματος, μαζί με το κεφάλι, 570 χιλιοστά, μέσο μήκος ουράς 244 χιλιοστά και μέσο βάρος 6 χιλιόγραμμα.[7] Το μέσο προσδόκιμο ζωής του διαβόλου της Τασμανίας σε άγρια κατάσταση εκτιμάται σε έξι χρόνια, ωστόσο στην αιχμαλωσία μπορεί να ζήσει παραπάνω.
Ο διάβολος της Τασμανίας αποθηκεύει λίπος στην ουρά του. Έτσι, μη υγιή ζώα έχουν συχνά λεπτές ουρές. Ένας πρωκτογεννητικός οσμηγόνος αδένας στη βάση της ουράς του χρησιμοποιείται για να σημαδεύει το έδαφος πίσω του. Όταν ταραχτεί, μπορεί να παραγάγει πολύ έντονη οσμή.
Έχει μακριά μουστάκια στο πρόσωπο και σε προεξοχές στην κορυφή του κεφαλιού του. Αυτά βοηθούν τον διάβολο της Τασμανίας να εντοπίζει τη λεία του όταν κυνηγάει στο σκοτάδι, καθώς και να εντοπίζει άλλους διαβόλους που πλησιάζουν όταν τρώει. Η ακοή είναι η κυρίαρχη αίσθησή του, ενώ έχει και οξεία όσφρηση. Καθώς κυνηγάει τη νύχτα, η όρασή του τείνει να είναι ισχυρότερη σε ασπρόμαυρες συνθήκες. Σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να εντοπίσει εύκολα κινούμενα αντικείμενα αλλά δυσκολεύεται να εντοπίσει στάσιμα.[8]
Μια ανάλυση της δύναμης του δαγκώματος των θηλαστικών σε σχέση με το μέγεθος του σώματός τους έδειξε ότι ο διάβολος της Τασμανίας έχει το δυνατότερο δάγκωμα από οποιοδήποτε επιζών είδος θηλαστικών, αποδίδοντας πίεση 35.000 kPa.[9] Η δύναμη των σαγονιών του οφείλεται εν μέρει στο σχετικά μεγάλο κεφάλι του. Ο τασμανικός διάβολος έχει μια ομάδα δοντιών τα οποία μεγαλώνουν αργά καθ' όλη την διάρκεια της ζωής του.[8] Τα δόντια και τα σαγόνια του μοιάζουν με αυτά των υαινών, ένα παράδειγμα εξελικτικής σύγκλισης.[10]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θηλυκά αρχίζουν να αναπαράγονται όταν φτάσουν τη σεξουαλική ωριμότητα, τυπικά τον δεύτερο χρόνο της ζωής τους. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να γίνονται γόνιμα μία φορά τον χρόνο, παράγοντας πολλαπλά ωάρια.[11] Το ζευγάρωμα γίνεται τον Μάρτιο σε προφυλαγμένα σημεία κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Δεν είναι μονογαμικά ζώα και τα θηλυκά ζευγαρώνουν με αρκετά αρσενικά αν δεν τα επιτηρεί κάποιο μετά το ζευγάρωμα. Η εγκυμοσύνη διαρκεί 21 μέρες και γεννούν 20-30 μικρά,[8] κάθε ένα από τα οποία ζυγίζει περίπου 0,18-0,24 γραμμάρια.[12] Όταν γεννιούνται τα μικρά, ο ανταγωνισμός καθώς μετακινούνται από τον κόλπο στον μάρσιπο είναι έντονος. Ο μάρσιπος του θηλυκού, όπως και αυτός των Βομβατίδων, ανοίγει στην πίσω μεριά, πράγμα που δυσκολεύει το θηλυκό όταν υπάρχουν μέσα μικρά. Παρά το γεγονός ότι γεννάει πολλά μικρά, το θηλυκό έχει μόνο 4 θηλές και έτσι ποτέ δεν θηλάζουν πάνω από τέσσερα μικρά στον μάρσιπο, ενώ όσο μεγαλώνει το ζώο γεννάει μικρότερο αριθμό μικρών.[8] Κατά μέσο όρο επιβιώνουν περισσότερα θηλυκά από ό,τι αρσενικά.[11]
Μέσα στον μάρσιπο τα μικρά αναπτύσσονται γρήγορα. Σε 15 ημέρες τα εξωτερικά μέρη του αυτιού είναι ορατά. Τα βλέφαρα διακρίνονται στις 16 ημέρες, τα μουστάκια στις 17 και τα χείλη στις 20 ημέρες. Η γούνα αρχίζει να αναπτύσσεται στην 49η ημέρα και συνεχίζει μέχρι την 90η ημέρα. Τα μάτια τους ανοίγουν λίγο μετά την ανάπτυξη της γούνας, μεταξύ 87ης και 93ης ημέρας, ενώ το στόμα τους αποδεσμεύεται από την θηλή στην 100ή μέρα.[11] Βγαίνουν από τον μάρσιπο 105 ημέρες μετά την γέννησή τους ζυγίζοντας περίπου 500 γραμμάρια. Εν αντιθέσει με τα μικρά των καγκουρό, οι μικροί διάβολοι δεν επιστρέφουν στον μάρσιπο, αλλά παραμένουν στη φωλιά για άλλους τρεις μήνες, αρχίζοντας να βγαίνουν από αυτήν μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου, πριν γίνουν πλήρως ανεξάρτητα τον Ιανουάριο. Οι θηλυκοί διάβολοι είναι απασχολημένοι με το μεγάλωμα των μικρών καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου εκτός από έξι εβδομάδες.
Οικολογία και συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι διάβολοι της Τασμανίας είναι εξαπλωμένοι σε όλη την Τασμανία, αλλά πεθαίνουν γρήγορα από μεταδοτικό καρκίνο του προσώπου. Βρίσκονται σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα του νησιού, συμπεριλαμβανομένων των περιχώρων αστικών περιοχών, αλλά τους αρέσουν ιδιαίτερα τα ξηρά σκληρόφυλλα δάση και οι παράκτιοι δασότοποι. Ο τασμανιακός διάβολος είναι νυκτόβιος κυνηγός, περνώντας την ημέρα σε πυκνούς θάμνους ή τρύπες. Οι νεαροί διάβολοι είναι ικανοί να σκαρφαλώνουν σε δέντρα, ικανότητα που μειώνεται όσο μεγαλώνουν. Οι διάβολοι μπορούν επίσης να κολυμπούν. Είναι κατά κύριο λόγο μοναχικά ζώα και δεν σχηματίζουν αγέλες.[12] Καταλαμβάνουν περιοχές 8-20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται σημαντικά με αυτές άλλων ατόμων.
Οι τασμανιανοί διάβολοι μπορούν να κυνηγήσουν θηράματα μεγέθους μικρού καγκουρό, αλλά στην πράξη είναι οπορτουνιστικά ζώα και τρώνε θνησιμαία πολύ πιο συχνά από ό,τι κυνηγούν. Παρόλο που προτιμά βομβατίδες, τρώει όλα τα μικρά ενδημικά θηλαστικά, οικόσιτα θηλαστικά (συμπεριλαμβανομένων των προβάτων), πουλιά, ψάρια, έντομα, βατράχια και ερπετά. Η δίαιτά τους έχει μεγάλη ποικιλία και εξαρτάται από το τι υπάρχει διαθέσιμο.[8] Κατά μέσο όρο τρώνε το αντίστοιχο του 15% του σωματικού τους βάρους περίπου, κάθε ημέρα, ωστόσο μπορούν να φάνε έως και το 40% του βάρους τους σε 30 λεπτά εάν δοθεί ευκαιρία.[13] Οι τασμανικοί διάβολοι εξαφανίζουν κάθε ίχνος του πτώματος, τρώγοντας εκτός από το κρέας και τα εσωτερικά όργανα, τα οστά και την γούνα. Από αυτή την άποψη, ο διάβολος της Τασμανίας έχει κερδίσει την εκτίμηση των Τασμανών αγροτών, καθώς η ταχύτητα με την οποία καθαρίζει τα πτώματα προλαμβάνει την εξάπλωση εντόμων που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να βλάψουν τα ζώα τους.
Παρόλο που κυνηγούν μόνοι τους,[8] η καταβρόχθιση τροφής είναι κοινωνικό γεγονός για τον διάβολο της Τασμανίας. Μεγάλο μέρος των θορύβων που του αποδίδονται είναι αποτέλεσμα της άγριας συλλογικής κατανάλωσης της λείας, κατά την οποία μπορεί να συγκεντρωθούν έως και 12 άτομα, τα οποία μπορούν να ακουστούν σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων. Μία μελέτη των συνηθειών των διαβόλων κατά την διατροφή τους ταυτοποίησε 20 στάσεις του σώματός του, συμπεριλαμβανομένου του χαρακτηριστικού άγριου χασμουρητού τους, και 11 διαφορετικούς ήχους που χρησιμοποιούν οι διάβολοι για να επικοινωνούν όταν τρώνε. Επιβάλλουν την κυριαρχία τους με ήχους και με στάσεις του σώματός τους, ωστόσο μπορεί να εμπλακούν και σε διαμάχη.[13] Τα ενήλικα αρσενικά είναι τα πιο επιθετικά, ενώ είναι σύνηθες να προκαλούνται ουλές από διαμάχες για την τροφή ή το ζευγάρωμα.
Κατάσταση οικολογικής προστασίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για αρκετό καιρό η Τασμανία είναι το τελευταίο καταφύγιο των μεγάλων σαρκοφάγων μαρσιποφόρων. Όλα τα μεγάλα σαρκοφάγα μαρσιποφόρα εξαφανίστηκαν από την ηπειρωτική Αυστραλία λίγο μετά την έλευση των ανθρώπων. Μόνο τα μικρότερα και πιο ευπροσάρμοστα επιβίωσαν. Απολιθωμένα στοιχεία από την δυτική Βικτώρια δείχνουν ότι οι διάβολοι της Τασμανίας υπήρχαν στην ηπειρωτική Αυστραλία μέχρι περίπου πριν 600 χρόνια (περίπου 400 χρόνια πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό).[7] Η εξαφάνισή τους αποδίδεται στη θήρευσή τους από το ντίνγκο και τους ιθαγενείς Αυστραλούς.[14] Στην Τασμανία όπου δεν υπήρχαν ντίνγκο, σαρκοφάγα μαρσιποφόρα υπήρχαν μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων. Η εξαφάνιση της θυλακίνης μετά την άφιξη των Ευρωπαίων είναι αρκετά γνωστή, ωστόσο απειλήθηκαν επίσης και οι διάβολοι της Τασμανίας.
Οι πρώτοι άποικοι της Τασμανίας έτρωγαν τον τασμανιακό διάβολο, του οποίου τη γεύση συνέκριναν με αυτήν του μοσχαριού.[4] Καθώς πιστεύονταν ότι οι διάβολοι θα κυνηγούσαν και θα σκότωναν οικόσιτα ζώα, καθιερώθηκε πρόγραμμα επιδότησης για την απομάκρυνση του διαβόλου από τις αγροτικές ιδιοκτησίες στις αρχές του 1830. Στα επόμενα 100 χρόνια, το κυνήγι με παγίδες και οι δηλητηριάσεις τούς έφεραν στα όρια της εξαφάνισης. Μετά τον θάνατο της τελευταίας θυλακίνης το 1936, αναγνωρίστηκε και η απειλή για την επιβίωση των διαβόλων. Ο διάβολος της Τασμανίας προστατεύτηκε με νόμο το 1941 με αποτέλεσμα να ανακάμψει με αργούς ρυθμούς ο πληθυσμός του.
Στην καταγεγραμμένη ιστορία συνέβησαν τουλάχιστον δύο μεγάλες μειώσεις στον πληθυσμό των διαβόλων, πιθανώς λόγω επιδημίας, το 1909 και το 1950.[7] Το Υπουργείο Πρωτογενούς Βιομηχανίας και Νερού της Τασμανίας αναφέρει ότι ο σημερινός πληθυσμός βρίσκεται στο εύρος 10.000 με 100.000 ατόμων, με το πιο πιθανό να είναι μεταξύ 20.000 και 50.000 ενήλικων ατόμων.[8] Ο κύριος επιστήμονας του προγράμματος για την ασθένεια όγκων του προσώπου των διαβόλων (DFTD), Hamish McCallum, δίνει μια πιο συντηρητική εκτίμηση για τον πληθυσμό, μεταξύ τουλάχιστον 25.000 και το πολύ 75.000 άτομα.[15]
Ασθένεια όγκων προσώπου των δαιμόνων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ασθένεια (Devil Facial Tumour Disease, DFTD) εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1996 σε διαβόλους στην φύση, ενώ οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κυμαίνονται μεταξύ 20% και 50% μείωση στον πληθυσμό στο 65% της πολιτείας.[16][17] Οι προσβεβλημένοι πυκνοί πληθυσμοί έχουν θνησιμότητα που φτάνει το 100% σε 12-18 μήνες.[18] Το είδος καταχωρήθηκε ως επικίνδυνο για εξαφάνιση με Τασμανικό (Threatened Species Protection Act 1995) και Αυστραλιανό (Environment Protection and Biodiversity Conservation Act 1999) νόμο το 2006 που σημαίνει ότι κινδυνεύει με εξαφάνιση μεσοπρόθεσμα.[19][20] Η IUCN είχε καταχωρήσει το 1996 τον διάβολο της Τασμανίας ως είδος με ελάχιστο κίνδυνο εξαφάνισης[21], αλλά το 2009 επανακαταχωρήθηκε ως απειλούμενο είδος.[22][23]
Οι άγριοι πληθυσμοί διαβόλων παρακολουθούνται ώστε να εντοπιστεί η διάδοση της ασθένειας και να διαπιστωθούν αλλαγές στην εξάπλωσή της. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει την παγίδευση των ζώων σε μία καθορισμένη περιοχή, ώστε να ελεγχθεί η παρουσία της ασθένειας και να εξακριβωθεί ο αριθμός των προσβεβλημένων ζώων. Η ίδια περιοχή ελέγχεται συχνά για τον χαρακτηρισμό της εξάπλωσης της ασθένειας με τον χρόνο. Μέχρι τώρα έχει διαπιστωθεί ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της ασθένειας σε μία περιοχή μπορεί να είναι σοβαρά. Είναι απαραίτητη η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση παρόμοιων περιοχών, ώστε να αποτιμηθεί το αν τα αποτελέσματα αυτά παραμένουν ή αν ο πληθυσμός μπορεί να ανακάμψει.[17] Δοκιμάζεται επίσης η αποτελεσματικότητα καταπολέμησης της ασθένειας με την απομάκρυνση των προσβεβλημένων ατόμων. Ελπίζεται ότι η απομάκρυνση των προσβεβλημένων ατόμων από τους άγριους πληθυσμούς θα μειώσει την επικράτηση της ασθένειας και θα επιτρέψει σε περισσότερα άτομα να επιβιώσουν αρκετά ώστε να αναπαραχθούν.[17]
Η ασθένεια είναι ένα παράδειγμα μεταδοτικού καρκίνου.[24] Καθώς δεν υπάρχει θεραπεία, γίνεται προσπάθεια απομάκρυνσης των άρρωστων ζώων και τοποθέτησης σε καραντίνα υγιών ζώων σε περίπτωση που εξαλειφθεί ο άγριος πληθυσμός.[24] Επειδή οι διάβολοι της Τασμανίας έχουν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα γενετικής ποικιλομορφίας και μία χρωμοσωμική μετάλλαξη μοναδική στα σαρκοβόρα θηλαστικά, είναι πιο ευάλωτα στον μολυσματικό καρκίνο.[25]
Δύο πληθυσμοί «ασφαλείας» υγειών ατόμων έχουν τοποθετηθεί σε εγκαταστάσεις στο προάστιο Χόμπαρντ της Ταροόνα καθώς και στη Νήσο Μαρία στις ακτές της Τασμανίας. Μία άλλη πιθανότητα είναι η αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία σε ζωολογικούς κήπους στην ηπειρωτική Αυστραλία. Η παρακμή στον αριθμό των διαβόλων θεωρείται επίσης οικολογικό πρόβλημα, καθώς η παρουσία του στο οικοσύστημα των τασμανιακών δασών πιστεύεται ότι εμπόδιζε την εγκατάσταση της κόκκινης αλεπούς που εισήχθη παράνομα στην Τασμανία το 2001.[18][26] Οι αλεπούδες είναι προβληματικό εισβάλλον είδος σε όλες τις άλλες πολιτείες της Αυστραλίας και η εγκαθίδρυσή τους στην Τασμανία θα δυσχεράνει την ανάκαμψη του πληθυσμού των τασμανιανών διαβόλων.
Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ έδειξε ότι ο μολυσματικός καρκίνος του προσώπου ενδέχεται να εξαπλώνεται εξαιτίας της εξαιρετικά χαμηλής γενετικής ποικιλομορφίας στα ανοσολογικά γονίδια (MHC τάξη I και II), εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύκολα μικροί και εν δυνάμει ενδογαμικοί πληθυσμοί ζώων είναι ικανοί να επιβιώσουν.[27]
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν σοκαρισμένοι την ύπαρξη εν δυνάμει καρκινογόνων χημικών ουσιών, επιβραδυντών φλόγας, στους διάβολους της Τασμανίας. Προκαταρκτικά αποτελέσματα από πειράματα που παραγγέλθηκαν από την Τασμανιανή κυβέρνηση σε χημικές ουσίες που βρέθηκαν στον λιπώδη ιστό 16 διαβόλων αποκάλυψαν υψηλά επίπεδα 2,2′,4,4′,5,5′-εξαβρωμοδιφαινύλιου (BB153) και σχετικά μεγάλα επίπεδα δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE209).[28]
Πολιτισμικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο διάβολος της Τασμανίας είναι εμβληματικό ζώο της Αυστραλίας. Είναι το σύμβολο της Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων και Άγριας Ζωής της Τασμανίας και ήταν το ένα από τα έξι ενδημικά ζώα που εμφανίστηκαν στα αναμνηστικά κέρματα δύο δολαρίων που εκδόθηκαν μεταξύ 1989 και 1994. Είναι δημοφιλή ζώα για τον τοπικό και διεθνή τουρισμό. Εξαιτίας της μοναδικής προσωπικότητάς τους έχουν γίνει αντικείμενο πολλών ντοκιμαντέρ και παιδικών βιβλίων.
Εξαιτίας των περιορισμών στην εξαγωγή του διαβόλου της Τασμανίας κανονικά μπορεί να βρεθεί σε αιχμαλωσία μόνο στην Αυστραλία. Ο τελευταίος διάβολος εκτός Αυστραλίας πέθανε στον Παιδικό Ζωολογικό Κήπο του Φορτ Γουέιν στην Ιντιάνα των ΗΠΑ το 2004.[30] Ωστόσο η κυβέρνηση της Τασμανίας έστειλε ένα ζευγάρι στον Ζωολογικό Κήπο της Κοπεγχάγης για τη γέννηση του πρώτου γιου του πρίγκιπα Φρέντερικ της Δανίας και της Τασμανής γυναίκας του Μαίρης, τον Οκτώβριο του 2005.[31] Αυτοί είναι οι μόνοι διάβολοι που υπάρχουν σήμερα εκτός Αυστραλίας.
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι πιθανώς περισσότερο γνωστός διεθνώς ως η έμπνευση για τον ομώνυμο χαρακτήρα των Looney Tunes γνωστό ως Taz. Ενώ το καρτούν αναπαριστά μια στυλιζαρισμένη εκδοχή διαβόλου της Τασμανίας (εξέχοντες κυνόδοντες, μεγάλο κεφάλι, μικρά πόδια) οι ομοιότητες συμπεριφοράς είναι περιορισμένες, αποτελούμενες κυρίως από την θορυβώδη αλλά ντροπαλή συμπεριφορά και την αδηφάγα όρεξη. Ερευνητές έχουν επίσης ονομάσει ένα γενετικώς μεταλλαγμένο ποντίκι «διάβολο της Τασμανίας». Το μεταλλαγμένο ποντίκι έχει ελαττωματική ανάπτυξη στα αισθητήρια κύτταρα του αυτιού οδηγώντας το σε ανώμαλη συμπεριφορά, κάνοντας κύκλους και στρίβοντας το κεφάλι του,[32] θυμίζοντας περισσότερο το καρτούν «Ταζ» παρά τους πραγματικούς διάβολους της Τασμανίας.
Για την έκδοση 2.6.29 του πυρήνα Linux, ο Λίνους Τόρβαλντς αντικατέστησε προσωρινά τη μασκότ Tux με ένα διάβολο Τασμανίας ονόματι «Tuz». Αυτό έγινε για να υποστηριχθεί η εκστρατεία Save the Tasmanian Devil (Σώστε τον διάβολο της Τασμανίας).[33]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Groves, C. (2005). Wilson, D. E., & Reeder, D. M. ed. Mammal Species of the World (3rd ed.). Johns Hopkins University Press. σσ. 28. ISBN 0-8018-8221-4.
- ↑ Hawkins, C.E., McCallum, H., Mooney, N., Jones, M. & Holdsworth, M. (2008). Sarcophilus harrisii. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 12 October 2008. Listed as Endangered(EN A2be+3e v3.1)
- ↑ Brown O. 2006. Tasmanian devil (Sarcophilus harrisii) extinction on the Australian mainland in the mid-Holocene: multicausality and ENSO intensification. Alcheringa: An Australasian Journal of Paleontology 31:49-57 DOI 10.1080/03115510608619574
- ↑ 4,0 4,1 Harris, G. P. 1807. Description of two species of Didelphis for Van Diemen's Land. Transactions of the Linnean Society of London, Volume IX
- ↑ Werdelin, L. 1987. Some observations on Sarcophilus laniarius and the evolution of Sarcophilus. Records of the Queen Victoria Museum, Launceston, 90:1–27
- ↑ Krajewski, C. et al. 1992. Phylogenetic relationships of the thylacine (Mammalia:Thylacinidae) among dasyuroid marsupials: evidence from cytochrome b DNA sequences. Proceedings of the Royal Society B-Biological Sciences 250:19–27 PMID 1361058
- ↑ 7,0 7,1 7,2 Guiler, E.R. 1983. Tasmanian Devil in R. Strahan Ed. The Australian Museum Complete Book of Australian Mammals. σ 27–28. Angus & Robertson ISBN 0-207-14454-0
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Department of Primary Industries, Water and Environment. Tasmanian Devil - Frequently Asked Questions Αρχειοθετήθηκε 2005-09-08 στο Wayback Machine.
- ↑ Wroe, S, McHenry, C, and Thomason, J. 2005. Bite club: comparative bite force in big biting mammals and the prediction of predatory behaviour in fossil taxa. Proceedings of the Royal Society B-Biological Sciences 272:619–625 PMID 15817436
- ↑ Encyclopædia Britannica. «Tasmanian devil (marsupial)». Britannica.com. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2010.
- ↑ 11,0 11,1 11,2 Guiler, E.R. 1970. Observations on the Tasmanian devil, Sarcophilus harrisii II. Reproduction, Breeding and Growth of Pouch Young. Australian Journal of Zoology 18:63–70
- ↑ 12,0 12,1 Fisher, D.O. et al. 2001. The ecological basis of life history variation in marsupials, Appendix A. Ecology 82:3531–3540
- ↑ 13,0 13,1 Pemberton, D. and Renouf, D. 1993. A field-study of communication and social behaviour of Tasmanian Devils at feeding sites. Australian Journal of Zoology, 41:507–526.
- ↑ Johnson, C.N. and Wroe, S. 2003. Causes of extinction of vertebrates during the Holocene of mainland Australia: arrival of the dingo, or human impact? Holocene 13:941–948
- ↑ Byrnes, M. 2007. Battle to save Tasmanian devil from extinction Αρχειοθετήθηκε 2007-12-12 στο Wayback Machine. Retrieved on 15 March 2007.
- ↑ DPIWE. 2005. Devil Facial Tumour Disease - Update June 2005
- ↑ 17,0 17,1 17,2 DPIWE. 2005. Tasmanian Devil Facial Tumor Disease, Disease Management Strategy
- ↑ 18,0 18,1 DPIWE. Disease Affecting Tasmanian Devils Αρχειοθετήθηκε 2005-09-21 στο Wayback Machine.
- ↑ DPIWE. 2006. Devil Facial Tumor Disease, Newsletter March Αρχειοθετήθηκε 2009-03-26 στο Wayback Machine.
- ↑ Department of the Environment and Heritage. July 2006. EPBC Policy Statement 3.6 - Tasmanian Devil (Sarcophilus harrisii)
- ↑ Australasian Marsupial & Monotreme Specialist Group (1996). Sarcophilus harrisii. 2006. IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2006. www.iucnredlist.org. Ανακτήθηκε 2007-07-21.
- ↑ «Sarcophilus harrisii (Tasmanian Devil)». Iucnredlist.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2010.
- ↑ Mercer, Phil (22 Μαΐου 2009). «Asia-Pacific | Tasmanian devils now endangered». BBC News. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2010.
- ↑ 24,0 24,1 Shea, N. Wildlife: Devils in danger. National Geographic Magazine, November 2006.
- ↑ Project to Save Endangered Tasmanian Devil Newswise, Retrieved on November 3, 2008.
- ↑ Bostanci, A. 2005. A Devil of a Disease. Science, 307:1035 PMID 15718445
- ↑ «Tasmanian devil epidemic: cause isolated?». Cosmos Magazine. 27 June 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-06. https://web.archive.org/web/20070906100129/http://www.cosmosmagazine.com/node/1412. Ανακτήθηκε στις 2010-04-18.
- ↑ Denholm, Matthew (22 Ιανουαρίου 2008). «Cancer agents found in Tasmanian devils». News.com.au. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2010.
- ↑ Personal observations; n.a. & n.d
- ↑ Last Tasmanian Devil not in Australia dies United Press International, HighBeam Research
- ↑ Tassie sends devils to celebrate birth, AAP, October 17, 2005
- ↑ Erven, A. et al. 2002. A novel stereocilia defect in sensory hair cells of the deaf mouse mutant Tasmanian Devil. European Journal of Neuroscience 16:1433–1441 PMID 12405956
- ↑ [Posted March 17, 2009 by corbet] (17 Μαρτίου 2009). «The kernel gets a new logo». Lwn.net. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2010.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Parks and Wildlife Tasmania - Tasmanian Devil (Αγγλικά)
- «Tasmanian Devils Listed as Endangered: Discovery News». Dsc.discovery.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010. (Αγγλικά)